κατάστικτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastiktos
|Transliteration C=katastiktos
|Beta Code=kata/stiktos
|Beta Code=kata/stiktos
|Definition=ον, [[spotted]], [[speckled]], [[brindled]], κύων <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>11</span>; δορά <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>697</span>; ὁ κνιπολόγος <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593a13</span>; of garments, <span class="title">IG</span>22.1514.11,al.; ἐσθής <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>5</span>, cf. <span class="bibl">Men.1019</span>; [[tattooed]], <span class="bibl">Str.7.5.4</span>: metaph., [[dotted]], χώρα κ. οἰκήσεσι <span class="bibl">Id.2.5.33</span>; κατοικίαις μικραῖς <span class="bibl">Id.17.3.1</span>; [[studded]], κ. ἄστροις τιάραν <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.171a</span>.
|Definition=κατάστικτον, [[spotted]], [[speckled]], [[brindled]], κύων S.''Fr.''11; δορά E.''Ba.''697; ὁ κνιπολόγος Arist.''HA''593a13; of garments, ''IG''22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.''Ind.''5, cf. Men.1019; [[tattooed]], Str.7.5.4: metaph., [[dotted]], χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; [[studded]], κ. ἄστροις τιάραν Jul.''Or.''5.171a.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάστικτος -ον [καταστίζω] [[gespikkeld]].
|elnltext=κατάστικτος -ον [καταστίζω] [[gespikkeld]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστικτος Medium diacritics: κατάστικτος Low diacritics: κατάστικτος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΙΚΤΟΣ
Transliteration A: katástiktos Transliteration B: katastiktos Transliteration C: katastiktos Beta Code: kata/stiktos

English (LSJ)

κατάστικτον, spotted, speckled, brindled, κύων S.Fr.11; δορά E.Ba.697; ὁ κνιπολόγος Arist.HA593a13; of garments, IG22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.Ind.5, cf. Men.1019; tattooed, Str.7.5.4: metaph., dotted, χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; studded, κ. ἄστροις τιάραν Jul.Or.5.171a.

German (Pape)

[Seite 1382] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
piqueté, tacheté, moucheté.
Étymologie: καταστίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστικτος -ον [καταστίζω] gespikkeld.

Russian (Dvoretsky)

κατάστικτος: пятнистый, пестрый (κύων Soph.; δοραί Eur.; ὁ κνιπολόγος Arst.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάστικτος, -ον) καταστίζω
1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός
3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με στίξη, με τατουάζ
2. (γενικά) γεμάτος από κάτι.

Greek Monotonic

κατάστικτος: -ον, καλυμμένος με στίγματα, σημαδεμένος, πιτσιλωτός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστικτος: -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, ποικίλος, κύων Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ κνιπολόγος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, κατάστικτος φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. χιτών, ποικίλος, Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. χιτών, ὁ ἔχων ζῷα ἢ ἄνθη ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.

Middle Liddell

[from καταστίζω
spotted, speckled, brindled, Eur.

English (Woodhouse)

dappled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος στίγματα). Ἀπό το καταστίζω (=κηλιδώνω) → κατά + στίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.