Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάστικτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastiktos
|Transliteration C=katastiktos
|Beta Code=kata/stiktos
|Beta Code=kata/stiktos
|Definition=ον, [[spotted]], [[speckled]], [[brindled]], κύων <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>11</span>; δορά <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>697</span>; ὁ κνιπολόγος <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593a13</span>; of garments, <span class="title">IG</span>22.1514.11,al.; ἐσθής <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>5</span>, cf. <span class="bibl">Men.1019</span>; [[tattooed]], <span class="bibl">Str.7.5.4</span>: metaph., [[dotted]], χώρα κ. οἰκήσεσι <span class="bibl">Id.2.5.33</span>; κατοικίαις μικραῖς <span class="bibl">Id.17.3.1</span>; [[studded]], κ. ἄστροις τιάραν <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>5.171a</span>.
|Definition=κατάστικτον, [[spotted]], [[speckled]], [[brindled]], κύων S.''Fr.''11; δορά E.''Ba.''697; ὁ κνιπολόγος Arist.''HA''593a13; of garments, ''IG''22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.''Ind.''5, cf. Men.1019; [[tattooed]], Str.7.5.4: metaph., [[dotted]], χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; [[studded]], κ. ἄστροις τιάραν Jul.''Or.''5.171a.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάστικτος -ον [καταστίζω] [[gespikkeld]].
|elnltext=κατάστικτος -ον [καταστίζω] [[gespikkeld]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστικτος Medium diacritics: κατάστικτος Low diacritics: κατάστικτος Capitals: ΚΑΤΑΣΤΙΚΤΟΣ
Transliteration A: katástiktos Transliteration B: katastiktos Transliteration C: katastiktos Beta Code: kata/stiktos

English (LSJ)

κατάστικτον, spotted, speckled, brindled, κύων S.Fr.11; δορά E.Ba.697; ὁ κνιπολόγος Arist.HA593a13; of garments, IG22.1514.11,al.; ἐσθής Arr.Ind.5, cf. Men.1019; tattooed, Str.7.5.4: metaph., dotted, χώρα κ. οἰκήσεσι Id.2.5.33; κατοικίαις μικραῖς Id.17.3.1; studded, κ. ἄστροις τιάραν Jul.Or.5.171a.

German (Pape)

[Seite 1382] gefleckt, mit Punkten versehen; δοραί Eur. Bacch. 696; D. Per. 183 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
piqueté, tacheté, moucheté.
Étymologie: καταστίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστικτος -ον [καταστίζω] gespikkeld.

Russian (Dvoretsky)

κατάστικτος: пятнистый, пестрый (κύων Soph.; δοραί Eur.; ὁ κνιπολόγος Arst.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάστικτος, -ον) καταστίζω
1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός
3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος
αρχ.
1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με στίξη, με τατουάζ
2. (γενικά) γεμάτος από κάτι.

Greek Monotonic

κατάστικτος: -ον, καλυμμένος με στίγματα, σημαδεμένος, πιτσιλωτός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστικτος: -ον, κατακεκαλυμμένος διὰ στιγμάτων, ποικίλος, κύων Σοφ. Ἀποσπ. 16· δορὰ Εὐρ. Βάκχ. 697· ὁ κνιπολόγος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἐπὶ ἱματίου, κατάστικτος φοινικίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13· κ. χιτών, ποικίλος, Ἀρρ. Ἰνδ. 5, Πολυδ. Ζ´, 55· κ. χιτών, ὁ ἔχων ζῷα ἢ ἄνθη ἐνυφασμένα, ὃν «ζωωτὸν» ἢ «ζωδιωτὸν» λέγει ὁ Φώτιος σ. 143. 20, πρβλ. Μὲνανδρ. ἐν Ἀδήλ. 360· ὁπλίσεις κ. Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 141· μεταφορ. περὶ τῆς Βορείου Ἀφρικῆς ὁ Στράβ. λέγει, ἐοικυῖα καρδαλῇ· κ. γὰρ ἐστιν οἰκήσεσιν περιεχομέναις ἐρήμῳ καὶ ἀνύδρῳ γῇ Στράβων 130.

Middle Liddell

[from καταστίζω
spotted, speckled, brindled, Eur.

English (Woodhouse)

dappled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος στίγματα). Ἀπό το καταστίζω (=κηλιδώνω) → κατά + στίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.