ἀναμοχλεύω: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamochleyo | |Transliteration C=anamochleyo | ||
|Beta Code=a)namoxleu/w | |Beta Code=a)namoxleu/w | ||
|Definition=[[raise by a lever]], <b class="b3">ἀναμοχλεύω πύλας</b> [[force open]] the [[gate]]s, | |Definition=[[raise by a lever]], <b class="b3">ἀναμοχλεύω πύλας</b> [[force open]] the [[gate]]s, E.''Med.'' 1317; τὴν Ὄσσαν Luc.''Cont.''4: metaph. of dislocated limbs, Gal.18 (1).403. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
raise by a lever, ἀναμοχλεύω πύλας force open the gates, E.Med. 1317; τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4: metaph. of dislocated limbs, Gal.18 (1).403.
Spanish (DGE)
1 apalancar, levantar con una palanca τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4
•arrancar de raíz τὸν σὸν νεοφύτιον SB 7995.25 (III a.C.), (τοὺς πόδας) ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον LXX 4Ma.10.5, cf. Hsch.s.u. ἀνοχλίζων.
2 abrir, desatrancar πύλας E.Med.1317, τὰ καθ' ᾅδου Epiph.Const.Haer.77.29
•fig. τὸν νοῦν Cyr.Al.M.73.428C
•de articulaciones dislocadas reducir Gal.18(1).403.
3 fig. ἀ. λόγους pronunciar palabras Gr.Naz.M.38.147A.
German (Pape)
[Seite 198] mit dem Hebel aufbrechen, πύλας Eur. Med. 1317; emporheben, ῄσσαν Luc. Cont. 4; Verborgenes gewaltsam an's Licht ziehen, Heliod.
French (Bailly abrégé)
forcer (une porte) avec un levier.
Étymologie: ἀνά, μοχλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμοχλεύω:
1 взламывать с помощью лома (πύλας Eur.);
2 срывать с основ, опрокидывать (τὴν Ὄσσαν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμοχλεύω: κινῶ ἢ ἐγείρω διὰ μοχλοῦ, βιάζω, ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, ὥστε ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί ταῦτα κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.
Greek Monolingual
(Α ἀναμοχλεύω)
ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό
νεοελλ.
εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω
αρχ.
1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια
2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μοχλεύω < μοχλός.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναμόχλευση (-ις)].
Greek Monotonic
ἀναμοχλεύω: μέλ. -σω, ανυψώνω με μοχλό, ανακινώ βίαια, πύλας, σε Ευρ.