προβατογνώμων: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provatognomon | |Transliteration C=provatognomon | ||
|Beta Code=probatognw/mwn | |Beta Code=probatognw/mwn | ||
|Definition= | |Definition=προβατογνώμον, gen. ονος, [[good judge of cattle]]: metaph., [[good judge of character]], A.''Ag.''795 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=προβατογνώμων -ονος [[[πρόβατον]], [[γνώμη]]] kenner van schapen; overdr. van mensenkenner. Aeschl. Ag. 795. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
προβατογνώμον, gen. ονος, good judge of cattle: metaph., good judge of character, A.Ag.795 (anap.).
German (Pape)
[Seite 711] ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
qui se connaît en moutons ; fig. qui se connaît en hommes, bon pasteur de peuples.
Étymologie: πρόβατον, γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβατογνώμων -ονος [πρόβατον, γνώμη] kenner van schapen; overdr. van mensenkenner. Aeschl. Ag. 795.
Russian (Dvoretsky)
προβᾰτογνώμων: ονος ὁ знаток паствы, опытный пастырь Aesch.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ειδικός για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα
2. μτφ. ο έμπειρος κριτής χαρακτήρα («ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματογνώμων.
Greek Monotonic
προβᾰτογνώμων: -ον, καλός στη διαλογή των προβάτων· μεταφ., έμπειρος κριτής χαρακτήρων, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτογνώμων: -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, ἔμπειρος κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., ἔμπειρος κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. ἱππογνώμων.
Middle Liddell
προβᾰτο-γνώμων, ον,
a good judge of sheep: metaph. a good judge of character, Aesch.