Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύγχρονος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchronos
|Transliteration C=sygchronos
|Beta Code=su/gxronos
|Beta Code=su/gxronos
|Definition=ον, [[contemporaneous]], <span class="bibl">Max.Tyr.15.1</span>, <span class="bibl">Nonn. <span class="title">D.</span>3.385</span>, <span class="bibl">41.364</span>.
|Definition=σύγχρονον, [[contemporaneous]], Max.Tyr.15.1, Nonn. ''D.''3.385, 41.364.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχρονος Medium diacritics: σύγχρονος Low diacritics: σύγχρονος Capitals: ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: sýnchronos Transliteration B: synchronos Transliteration C: sygchronos Beta Code: su/gxronos

English (LSJ)

σύγχρονον, contemporaneous, Max.Tyr.15.1, Nonn. D.3.385, 41.364.

German (Pape)

[Seite 972] gleichzeitig, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 contemporain;
2 t. de gramm. simultané, ou qui est au même temps.
Étymologie: σύν, χρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχρονος: -ον, ὁ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ζῶν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύγχρονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με άλλον ή έχει την ίδια ηλικία με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με άλλον, ταυτόχρονος
2. αυτός που ανήκει στην παρούσα εποχή, που ακολουθεί το ρεύμα της εποχής κατά την οποία ζει, προοδευτικός («σύγχρονες αντιλήψεις» — υπ' αυτήν την έννοια η λέξη συγχέεται ή και ταυτίζεται συχνά με το επίθ. μοντέρνος)
3. το ουδ. ως ουσ. σύγχρονο
γεωλ. το ολόκαινο
4. φρ. «σύγχρονη ηλεκτρική μηχανή»
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρική μηχανή με ρότορα του οποίου η γωνιακή ταχύτητα είναι πάντοτε ίση ή ακέραιο πολλαπλάσιο, ή υποπολλαπλάσιο, της κυκλικής συχνότητας του εναλλασσόμενου ρεύματος.
επίρρ...
συγχρόνως και σύγχρονα Ν
κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ἔγχρονος].