μεταρρυθμίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metarrythmizo
|Transliteration C=metarrythmizo
|Beta Code=metarruqmi/zw
|Beta Code=metarruqmi/zw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[change the form]] or [[fashion of]] a thing, [[remodel]], τὰ γράμματα Hdt.5.58; πόρον A.''Pers.''747; τὴν λέξιν Arist.''Ph.''185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. ''in CA''2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., [[have one's form changed]], Pl.''Ti.''46a, Arist.''Cael.''306b13.<br><span class="bld">2</span> esp. [[reform]], [[amend]], X.''Oec.''11.2,3, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1179b16, Epicur.''Nat.''82 G.; [[cure]], τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.''VA'' 1.13:—Pass., <b class="b3">οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω</b> ib.6.11.<br><span class="bld">II</span> [[make in a different form]], Pl.''Ti.''91d (Pass.).
|Definition=<span class="bld">A</span> [[change the form]] or [[fashion of]] a thing, [[remodel]], τὰ γράμματα [[Herodotus|Hdt.]]5.58; πόρον A.''Pers.''747; τὴν λέξιν Arist.''Ph.''185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. ''in CA''2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., [[have one's form changed]], Pl.''Ti.''46a, Arist.''Cael.''306b13.<br><span class="bld">2</span> esp. [[reform]], [[amend]], X.''Oec.''11.2,3, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1179b16, Epicur.''Nat.''82 G.; [[cure]], τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.''VA'' 1.13:—Pass., <b class="b3">οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω</b> ib.6.11.<br><span class="bld">II</span> [[make in a different form]], Pl.''Ti.''91d (Pass.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:02, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρρυθμίζω Medium diacritics: μεταρρυθμίζω Low diacritics: μεταρρυθμίζω Capitals: ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΩ
Transliteration A: metarrythmízō Transliteration B: metarrythmizō Transliteration C: metarrythmizo Beta Code: metarruqmi/zw

English (LSJ)

A change the form or fashion of a thing, remodel, τὰ γράμματα Hdt.5.58; πόρον A.Pers.747; τὴν λέξιν Arist.Ph.185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. in CA2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., have one's form changed, Pl.Ti.46a, Arist.Cael.306b13.
2 esp. reform, amend, X.Oec.11.2,3, Arist.EN1179b16, Epicur.Nat.82 G.; cure, τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.VA 1.13:—Pass., οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω ib.6.11.
II make in a different form, Pl.Ti.91d (Pass.).

French (Bailly abrégé)

changer la mesure ou la forme, transformer, acc. ; particul. réformer, améliorer.
Étymologie: μετά, ῥυθμίζω.

German (Pape)

umstimmen, in eine andere Ordnung bringen, umwandeln; πόρον, Aesch. Pers. 733; Her. 5.58. – Pass., τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῦλον μετερρυθμίζετο, Plat. Tim. 91d (s. μεταρρυθμέω); Xen. Oec. 11.2; τὴν ἕξιν, Alcidam. soph. p. 674.9; λέξιν, Arist. phys. 1.2; eth. 10.9; Sp.

Russian (Dvoretsky)

μεταρρυθμίζω: перестраивать, изменять, переделывать (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταρρυθμίζω: ὡς καὶ νῦν, μεταβάλλω τὴν μορφὴν ἢ τὸ σχῆμα πράγματός τινος, μεταπλάττω, μεταβάλλω, τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ σχῆμα, μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. σχηματίζω κατὰ διάφορον σχῆμα ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταρρυθμίζω)
μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ.
β. «μεταρρυθμίζω την επίπλωση του διαμερίσματός μου» γ. «μεταρρύθμισε το σύστημα της παιδείας»)
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. δίδω σε κάτι διαφορετικό σχήμα ή μορφή («τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῡλον μετερρυθμίζετο ἀντὶ τριχῶν, πτερὰ φύον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μεταρρυθμίζω: μέλ. -σω, αλλάζω τον ρυθμό, τη μορφή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· αναμορφώνω, τροποποιώ, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to change the fashion of a thing, to remodel, Hdt., Aesch.:— to reform, amend, Xen.