μήλειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mileios
|Transliteration C=mileios
|Beta Code=mh/leios
|Beta Code=mh/leios
|Definition=μήλειον, also α, ον, ([[μῆλον]] A)<br><span class="bld">A</span> of or [[belong]]ing to a [[sheep]], στέαρ Hp.''Nat.Mul.''32; κρέα Hdt.1.119; <b class="b3">μ. φόνος</b> slaughter [[of sheep]], E.''El.'' 92; γάλα Id.''Cyc.''218.<br><span class="bld">II</span> ([[μῆλον]] B) [[of the apple]], [[σπέρματα]], [[στύπος]], Nic.''Al.''238, A.R.4.1401.
|Definition=μήλειον, also α, ον, ([[μῆλον]] A)<br><span class="bld">A</span> of or [[belong]]ing to a [[sheep]], στέαρ Hp.''Nat.Mul.''32; κρέα [[Herodotus|Hdt.]]1.119; <b class="b3">μ. φόνος</b> slaughter [[of sheep]], E.''El.'' 92; γάλα Id.''Cyc.''218.<br><span class="bld">II</span> ([[μῆλον]] B) [[of the apple]], [[σπέρματα]], [[στύπος]], Nic.''Al.''238, A.R.4.1401.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήλειος Medium diacritics: μήλειος Low diacritics: μήλειος Capitals: ΜΗΛΕΙΟΣ
Transliteration A: mḗleios Transliteration B: mēleios Transliteration C: mileios Beta Code: mh/leios

English (LSJ)

μήλειον, also α, ον, (μῆλον A)
A of or belonging to a sheep, στέαρ Hp.Nat.Mul.32; κρέα Hdt.1.119; μ. φόνος slaughter of sheep, E.El. 92; γάλα Id.Cyc.218.
II (μῆλον B) of the apple, σπέρματα, στύπος, Nic.Al.238, A.R.4.1401.

German (Pape)

[Seite 172] 1) von Schaafen; γάλα, Eur. Cycl. 217; αἷμα μηλείου φόνου, El. 92; τράπεζαι ἐπίπλεαι μηλείων κρεῶν, Her. 1, 119. – 2) vom Apfelbaum; στύπ ος, Stamm des Apfelbaumes, Ap. Rh. 4, 1401; Nic. Al. 238.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mouton, de brebis.
Étymologie: μῆλον¹.

Russian (Dvoretsky)

μήλειος: овечий (γάλα Eur.): μήλεια κρέα Her. etc. баранина.

Greek (Liddell-Scott)

μήλειος: -ον, καὶ α, ον, (μῆλον Α) ὁ ἀνήκων εἰς πρόβατον, πρόβειος, κρέα Ἡρόδ. 1. 119· μ. φόνος, σφαγὴ προβάτων, Εὐρ. Ἠλ. 92· γάλα ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 218. ΙΙ. (μῆλον Β), καρπὸς ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ μήλου, Νικ. Ἀλ. 238, Ἀπολλ. Ρόδ. Ε. 1401.

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (Α μήλειος, -ον, θηλ. και -εία)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. κάπνειος, σύκειος)].
(II)
μήλειος, -ον, θηλ. και -εία (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («μηλείων κρεῶν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κατάλ. -ειος (πρβλ. λύγκειος)].

Greek Monotonic

μήλειος: -ον, επίσης -α, -ον (μῆλον Α), αρνίσιος, κρέας, σε Ηρόδ.· μήλειος φόνος, σφαγή αρνιού, σε Ευρ.

Middle Liddell

μήλειος, ον [μῆλον1]
of a sheep, κρέα Hdt.; μ. φόνος slaughter of sheep, Eur.

English (Woodhouse)

of sheep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πρόβειος), ἀπό τό μῆλον (=πρόβατο).