ἰσομέτρητος: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isometritos
|Transliteration C=isometritos
|Beta Code=i)some/trhtos
|Beta Code=i)some/trhtos
|Definition=ἰσομέτρητον, [[of equal measure]] or [[weight]], εἰκών Pl.''Phdr.''235d, Plu.''Sol.''25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.
|Definition=ἰσομέτρητον, [[of equal measure]] or [[weight]], εἰκών [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''235d, Plu.''Sol.''25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:55, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομέτρητος Medium diacritics: ἰσομέτρητος Low diacritics: ισομέτρητος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: isométrētos Transliteration B: isometrētos Transliteration C: isometritos Beta Code: i)some/trhtos

English (LSJ)

ἰσομέτρητον, of equal measure or weight, εἰκών Pl.Phdr.235d, Plu.Sol.25; τινι D.C.59.11, cf. Max.Tyr.31.2.

German (Pape)

[Seite 1265] gleich gemessen, von gleicher Größe, von Lebensgröße, εἰκών Plat. Phaed. 235 d, ἀνδριάς Plut. Sol. 25, ἄγαλμα D. Cass. 59, 11, a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une mesure ou d'une grandeur égale.
Étymologie: ἴσος, μετρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομέτρητος: равный по размерам (подлиннику), в натуральную величину (εἰκών Plat.; ἀνδριάς Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομέτρητος: -ον, ἔχων ἴσον μέτρον, ἀνάλογος, Πλάτ. Φαῖδρ. 235D, Ἀριστ. Ἀποσπ. 377· τινι, πρός τινα, Δίων Κ. 59. 11. - Ἐπίρρ. -τως, Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτ. σ. 70.

Greek Monolingual

ἰσομέτρητος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.)
επίρρ...
ἰσομετρήτως (Α)
ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο της χρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρητος (< μετρῶ), πρβλ. αερομέτρητος, κακομέτρητος].