βρῖθος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vrithos | |Transliteration C=vrithos | ||
|Beta Code=bri=qos | |Beta Code=bri=qos | ||
|Definition=εος, τό, [[weight]], Hp.''Mul.''1.48, E.''Tr.''1050, Plu.''Marc.''15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι | |Definition=εος, τό, [[weight]], Hp.''Mul.''1.48, E.''Tr.''1050, Plu.''Marc.''15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1101a29. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] τό, die [[Wucht]], [[Last]], Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βρῖθος]] -ους, zonder contr. -εος, τό [βρι- ‘[[zwaar]]’, ‘[[krachtig]]’] gewicht, zwaarte; ook overdr. voor belangrijkheid. | |elnltext=[[βρῖθος]] -ους, [[zonder]] contr. -εος, τό [βρι- ‘[[zwaar]]’, ‘[[krachtig]]’] [[gewicht]], [[zwaarte]]; ook overdr. voor [[belangrijkheid]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:33, 22 October 2023
English (LSJ)
εος, τό, weight, Hp.Mul.1.48, E.Tr.1050, Plu.Marc.15; τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Arist.EN 1101a29.
Spanish (DGE)
-εος, τό
peso β. γίνεται ἐν τῇσι μέτρῃσι Hp.Mul.1.48, μεῖζον β. ἢ πάροιθ' ἔχει; ¿pesa más que antes? ref. a Helena, E.Tr.1050, τὸ τῆς κύστεως β. Mnesith.Ath.51.19, δραχμάων τρίφατον δεκάδος ... β. Nic.Th.102, μηδενὸς ὅλως τὸ β. στέγοντος de las piedras lanzadas como proyectiles, Plu.Marc.15
•fig. τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι β. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον algunas de las desgracias tienen un peso e influencia en la vida Arist.EN 1101a29.
German (Pape)
[Seite 464] τό, die Wucht, Last, Hippocr.; Eur. Tr. 1050; Arist. Eth. Nic. 1, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ion. εος, att. ους (τό) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: cf. βριθύς, βρίθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρῖθος -ους, zonder contr. -εος, τό [βρι- ‘zwaar’, ‘krachtig’] gewicht, zwaarte; ook overdr. voor belangrijkheid.
Russian (Dvoretsky)
βρῖθος: εος τό
1 груз, кладь (τῶν νεῶν Plut.);
2 вес (μεῖζον β. ἔχειν Eur.);
3 бремя, тяжесть (τῶν ἀτυχημάτων Arst.).
Middle Liddell
Greek Monolingual
βρῑθος, το (Α)
βάρος, φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής
αρχ.
αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής
νεοελλ.
αλσοβριθής, ανθοβριθής, ανθρακοβριθής, ανθρωποβριθής, αραχνοβριθής, αστεροβριθής, βιβλιοβριθής, εντομοβριθής, κοσμοβριθής, κονιορτοβριθής, μαργαριτοβριθής, μικροβιοβριθής, χαλαζοβριθής, χαλικοβριθής, χαριτοβριθής, χορτοβριθής].
Greek Monotonic
βρῖθος: -εος, τό (βρῑθύς), βάρος, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βρῖθος: -εος, τό, βάρος, Ἱππ. 609. 15, Εὐρ. Τρῳ. 1050· τῶν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρ. καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11, 3.