πονικός: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πόνος]]<br /><b>1.</b> [[φιλόπονος]], [[εργατικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[στενοχώρια]], [[καταθλιπτικός]], [[λυπηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πονικῶς</i>, Α<br />[[κατά]] τρόπο πονικό, με [[φιλοπονία]] και [[εργατικότητα]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[πόνος]]<br /><b>1.</b> [[φιλόπονος]], [[εργατικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[στενοχώρια]], [[καταθλιπτικός]], [[λυπηρός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πονικῶς</i>, Α<br />[[κατά]] τρόπο πονικό, με [[φιλοπονία]] και [[εργατικότητα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[toilsome]]=== | |||
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: [[bewerkelijk]], [[arbeidsintensief]], [[laborieus]]; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: [[arbeitsintensiv]], [[mühselig]], [[mühsam]], [[anstrengend]], [[schwer]]; Ancient Greek: [[ἀτμένιος]], [[βαρύμοχθος]], [[διάπονος]], [[δυσπονής]], [[δύσπονος]], [[ἔμμοχθος]], [[ἔμπονος]], [[ἐπίμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[εὔπονος]], [[καματηρός]], [[καματῶδες]], [[καματώδης]], [[μογερός]], [[ὀιζυρός]], [[ὀϊζυρός]], [[πολύμοχθος]], [[πολύπονος]], [[πονηρός]], [[πονικός]], [[πονόεις]], [[ταλαπενθής]], [[φιλόπονος]]; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: [[laboriosus]]; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: [[laborioso]], [[trabalhoso]]; Romanian: laborios; Russian: [[трудоёмкий]], [[трудный]], [[тяжёлый]], [[напряжённый]], [[утомительный]]; Spanish: [[laborioso]]; Swedish: mödosam, tung | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:59, 1 November 2023
English (LSJ)
πονική, πονικόν,
A toilsome, hard-working, D.L.7.170: Sup. πονικώτατος ib.180. Adv. πονικῶς, πιστῶς καὶ π. ὑπηρετῶν IPE12.39.15 (Olbia, ii A.D.): πονικώτερον J.AJ11.8.3.
II toilsome, oppressive, Thd.Pr.15.1.
German (Pape)
[Seite 680] arbeitsam, D. L. 7, 170.
Russian (Dvoretsky)
πονικός: трудовой, трудолюбивый Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πονικός: -ή, -όν, (πόνος) ἐργατικός, φιλόπονος, Διογ. Λ. 7. 170· ὑπερθ. -ώτατος, αὐτόθι 180· ― Συγκρ. ἐπίρρ. πονικώτερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 3. ΙΙ. = λυπηρός, Θεόδ. εἰς τὰς Παροιμ. Σολομ. ΙΕ΄, 1. ― Ἐπίρρ., πονικῶς, μετὰ πόνου, μετὰ κόπου, Ἐπιγρ. Ὀλβίας, ἔκδ Ussing ἐν ἔτει 1881. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 330.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πόνος
1. φιλόπονος, εργατικός
2. αυτός που προκαλεί στενοχώρια, καταθλιπτικός, λυπηρός.
επίρρ...
πονικῶς, Α
κατά τρόπο πονικό, με φιλοπονία και εργατικότητα.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung