ἀπόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> qu'on doit rejeter, méprisable;<br /><b>2</b> [[rejeté]], [[repoussé]];<br /><b>[[NT]]</b>: méprisé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἀποβάλλω]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> qu'on doit rejeter, méprisable;<br /><b>2</b> [[rejeté]], [[repoussé]];<br />[[NT]]: méprisé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἀποβάλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 07:50, 15 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόβλητος Medium diacritics: ἀπόβλητος Low diacritics: απόβλητος Capitals: ΑΠΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: apóblētos Transliteration B: apoblētos Transliteration C: apovlitos Beta Code: a)po/blhtos

English (LSJ)

ον η, ον D.L.7.127, Iamb.Myst.1.19),
A to be thrown away or aside, as worthless, οὔ τοι ἀπόβλητ' ἐστὶ θεῶν ἐρικνδέα δῶρα Il.3.65; οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται 2.361; γίγαρτον Simon.88, etc., cf. Hp.Ep.10 and late Prose, as Ph.2.294, Luc.Tox. 37, Plu.2.821a, Plot.6.7.31, Procop.Arc.11.
2 capable of being thrown off, Iamb.l.c.; capable of being lost, D.L.l.c.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tb. -ή, D.L.7.127, Iambl.Myst.1.19]
I 1despreciado, desdeñado οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται Il.2.361, χριστιανῶν δόξαι ἀπόβλητοι ... ἐν πάσῃ τῇ Ῥωμαίων ἀρχῇ Procop.Arc.11.
2 expulsado, excluido c. gen., en lit. crist. τῆς Ἐκκλησίας εἶεν ἂν ἀπόβλητοι Eus.E.Th.1.6, τῆς εὐχῆς Gr.Nyss.M.45.229A.
II 1despreciable, desdeñable de cosas θεῶν ... δῶρα Il.3.65, γίγαρτον Simon.72D., τούτων πρᾶξις Luc.Philopatr.17, γῆ Ph.2.294, βρῶμα 1Ep.Ti.4.4, ref. a la materia c. la que se construye una imagen, Gr.Nyss.Or.Catech.26, cf. Aq.Le.7.18
moralmente reprobable μόνην τὴν ἐν κακίᾳ ζωὴν κρίνων ἀπόβλητον Gr.Nyss.M.46.940A
c. dat. οὐδ' ἵππων εὔνοια θηραταῖς καὶ ἱπποτρόφοις Plu.2.821a
de pers. Hp.Ep.10, ἐκ Σαλώμη[ς τ] ῆς Ἰουδα[ίας υ] ἱὸς ἀπό βλητος A.Al.4.3.12, ὡς μὴ ἀπόβλητος καὶ περιττὸς εἴης Luc.Merc.Cond.27, cf. Tox.37, Al.De.7.26, c. dat. ἀπόβλητοι ἂν εἶεν τοῖς ἐρωμένοις Plot.6.7.31.
2 que puede perderse ἀρετὴν ... ἀποβλητὴν διὰ μέθην D.L.l.c., de la unión natural entre seres heterogéneos ἐπίκτητός τε παραγίγνεται ... καὶ ἀποβλητή Iambl.l.c.

German (Pape)

[Seite 297] weggeworfen; verwerflich, verächtlich, ἔπος Il. 2, 361, θεῶν δῶρα 3, 65; auch Sp., wie L uc. Tox. 27 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 qu'on doit rejeter, méprisable;
2 rejeté, repoussé;
NT: méprisé.
Étymologie: adj. verb. de ἀποβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόβλητος: 2, редко 3 заслуживающий презрения, неприемлемый, негодный Hom., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβλητος: -ον, ὁ ἄξιος ν’ ἀποβληθῇ, νὰ ἀπορριφθῇ ἢ παραμεληθῇ ὡς μὴ ἔχων ἀξίαν, οὔ τοι ἀπόβλητ’ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65· οὔ τοι ἀπόβλητον ἔπος ἔσσεται Β. 361· γίγαρτον Σιμωνίδ. 91. κτλ.: - οὕτω παρὰ μεταγεν πεζοῖς, Λουκ. Τοξ. 37, Πλούτ. 2 821A· ὁ δυνάμενος ν’ ἀπολεσθῇ, Διογ. Λ. 7. 129. 2) παρ’ Ἐκκλησ., ἀπόβλητος τῆς ἱεαρατικῆς χάριτος, ἀπόβλητος τῆς ἐκκλησίας, κτλ., Γρηγόρ. Νύσσ. κλ.

English (Autenrieth)

to be spurned, despised, w. neg., Il. 2.361 and Il. 3.65.

English (Strong)

from ἀποβάλλω; cast off, i.e. (figuratively) such as to be rejected: be refused.

English (Thayer)

ἀπόβλητον, thrown away, to be thrown away, rejected, despised, abominated: as unclean, Symm. equivalent to טָמֵא unclean; Homer, Iliad 2,361; 3,65; Lucian, Plutarch).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόβλητος, -ον) αποβάλλω
1. αυτός που έχει αποβληθεί από κάπου
2. ο απομονωμένος, ο αξιοκαταφρόνητος
αρχ.
εκείνος που είναι δυνατόν να χαθεί
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βιομηχανικά απόβλητα
κάθε στερεή, υγρή ή αέρια ουσία ή και η θερμότητα που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική αξία μικρότερη από το κόστος ανάκτησης τους.

Greek Monotonic

ἀπόβλητος: -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός που αξίζει να απορριφθεί ως άχρηστος, ως ανάξιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀποβάλλω.]
to be thrown away as worthless, Il.

Chinese

原文音譯:¢pÒblhtoj 阿坡-不累拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:從-投
字義溯源:捨棄,拒絕,可棄的;源自(ἀποβάλλω)=丟棄);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 可棄的(1) 提前4:4

Mantoulidis Etymological

(=ἄξιος νά διωχτεῖ, ἀνάξιος). Άπό τό ἀποβάλλω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω.