όστρακο: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Created page with "{{trml |trtx====potsherd=== Afrikaans: potskerf; Bulgarian: чиреп; Catalan: padellàs; Dutch: potscherf; English: potshard, potsherd, pot-sherd; Finni...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ὄστρακον]])<br><b>1.</b> το σκληρό [[περίβλημα]] μερικών ασπόνδυλων ζώων, όπως τού αστακού, τής χελώνας κ.ά. («τὸ δ' [[ὄστρακον]] [[ἐκτός]] [[ἐντός]] δ' οὐθὲν σκληρόν», Αριστοτ.)<br><b>2.</b> [[κέλυφος]], [[καύκαλο]], [[καυκί]], [[καβούκι]]<br><b>3.</b> μικρή πήλινη [[πινακίδα]] ή [[θραύσμα]] πήλινου αγγείου, [[πάνω]] στο οποίο χάραζαν, [[κατά]] την [[αρχαιότητα]], το όνομα τού εξοστρακιστέου<br><b>νεοελλ.</b><br>η ύλη που λαμβάνεται από το εξωτερικό [[περίβλημα]] ζώου, [[ιδίως]] χελώνας, και χρησιμοποιείται για [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων, η [[ταρταρούγα]]<br><b>αρχ.</b><br><b>1.</b> πήλινο [[αγγείο]]<br><b>2.</b> [[ανθοδοχείο]], [[γλάστρα]]<br><b>3.</b> στον πληθ. τὰ ὄστρακα<br><b>α)</b> ο [[οστρακισμός]]<br><b>β)</b> πήλινα κρόταλα<br><b>4.</b> φρ. α) «[[περιστροφή]] οστράκου» — το [[παιχνίδι]] [[ὀστρακίνδα]]*<br><b>β)</b> «τὸ [[ὄστρακον]] [[ἐπιφέρω]] τινί» — [[ψηφίζω]] [[υπέρ]] τής εξορίας κάποιου<br><b>γ.</b> «[[τοὔστρακον]] παροίχεται» — πέρασε ο [[κίνδυνος]] τού οστρακισμού.<br>[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὄστρ-α-κον (παράγωγο σε -κ, πρβλ. ὀστ-α-κός) προήλθε από αρχ. τ. στον οποίο ανάγεται η λ. [[ὀστοῦν]] (βλ. λ. [[οστό]]) με θ. σε -r- (πρβλ. αστρά-γ-αλος) και έρρινο [[επίθημα]] (*-n-κον), το οποίο στους τ. ὄστρ-α-κον και ὀστ-α-κός εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του [[μορφή]] ως -α- (πρβλ. αρχ. ινδ. asthn-ah). Οι τ. ὄστρ-εον / ὄστρ-ειον παράγονται από το ίδιο θ., με [[επίθημα]] -εον / -ειον (πρβλ. δένδρ-εον, όσπρεον). Οι τ. [[ὄστρακον]] και [[ὄστρειον]] συνδέονται σημασιολογικά με τη [[ρίζα]] τής λ. [[ὀστοῦν]] από το [[γεγονός]] ότι η [[σύσταση]] τους είναι σκληρή σαν [[κόκαλο]] (πρβλ. και [[αστακός]], [[αστράγαλος]]). Η λ. [[ὄστρακον]], εξάλλου, με αρχική σημ. «σκληρό [[περίβλημα]] μερικών ασπόνδυλων ζώων, [[κέλυφος]]» επεκτάθηκε, αναλογικά, και σε αντικείμενα με σκληρή [[επιφάνεια]], όπως πήλινα αγγεία, ανθοδοχεία, γλάστρες, πήλινα κρόταλα και θραύσματα πήλινων αγγείων ή μικρές πήλινες πινακίδες όπου χάραζαν [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] τα ονόματα πολιτικών [[ανδρών]] που θεωρούνταν επικίνδυνοι για το δημοκρατικό [[πολίτευμα]] και εξορίζονταν (πρβλ. [[οστρακίζω]], [[οστρακισμός]], [[οστρακοφορώ]]). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. [[ostreum]] και [[ostrea]]).<br>ΠΑΡ. [[οστράκινος]], οστράκιο, οστράκιον, [[οστρακίζω]], [[οστρακίτης]], [[οστρακώδης]]<br><b>αρχ.</b><br>[[οστρακάς]], [[οστράκεος]], [[οστράκειος]], [[οστρακεύς]], [[οστρακηρός]], [[οστρακίας]], [[οστρακίνδα]], [[οστρακίς]], [[οστρακίτις]], [[οστρακόεις]] [[οστρακώ]]<br><b>μσν.</b><br>[[οστρακάριος]]<br><b>νεοελλ.</b><br>[[οστρακιά]].<br><b>ΣΥΝΘ.</b> (Α' συνθετικό) [[οστρακόδερμος]]<br><b>αρχ.</b><br>[[οστρακόνωτος]], [[οστρακοποιός]], [[οστρακοφορώ]], [[οστρακόχρους]]<br><b>μσν.</b><br>[[οστρακοκονία]]<br><b>μσν.- νεοελλ.</b><br>[[οστρακοειδής]]<br><b>νεοελλ.</b><br>[[οστρακολογία]], [[οστρακοφόρος]]. (Β' συνθετικό) [[μαλακόστρακος]]<br><b>αρχ.</b><br>[[ανόστρακος]], [[λειόστρακος]], [[οξυόστρακος]], [[σκληρόστρακος]], [[στερεόστρακος]], [[τραχεόστρακος]], [[τραχυόστρακος]], [[υμενόστρακος]]].
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[potsherd]]===
|trtx====[[potsherd]]===
Afrikaans: potskerf; Bulgarian: чиреп; Catalan: padellàs; Dutch: [[potscherf]]; English: [[potshard]], [[potsherd]], [[pot-sherd]]; Finnish: ruukunsirpale; Galician: testo; German: [[Scherbe]], [[Tonscherbe]], [[Topfscherbe]]; Greek: [[θραύσμα]], [[θραύσμα κεραμικού σκεύους]], [[θραύσμα πήλινου σκεύους]], [[όστρακο]], [[όστρακον]], [[πήλινο σπάραγμα]]; Ancient Greek: [[ὄστρακον]]; Italian: [[coccio]]; Latin: [[testa]]; Macedonian: откршок, цреп, црепче; Maori: maramara rīhi; Navajo: kitsʼiil; Portuguese: [[caco]]; Spanish: [[casco]], [[tiesto]]; Swahili: gae; Swedish: krukskärva; Telugu: చిల్లపెంకు; Yiddish: שאַרבן‎; Yoruba: àpádìdì, àpáàdì
Afrikaans: potskerf; Bulgarian: чиреп; Catalan: padellàs; Dutch: [[potscherf]]; English: [[potshard]], [[potsherd]], [[pot-sherd]]; Finnish: ruukunsirpale; Galician: testo; German: [[Scherbe]], [[Tonscherbe]], [[Topfscherbe]]; Greek: [[θραύσμα]], [[θραύσμα κεραμικού σκεύους]], [[θραύσμα πήλινου σκεύους]], [[όστρακο]], [[όστρακον]], [[πήλινο σπάραγμα]]; Ancient Greek: [[ὄστρακον]]; Italian: [[coccio]]; Latin: [[testa]]; Macedonian: откршок, цреп, црепче; Maori: maramara rīhi; Navajo: kitsʼiil; Portuguese: [[caco]]; Spanish: [[casco]], [[tiesto]]; Swahili: gae; Swedish: krukskärva; Telugu: చిల్లపెంకు; Yiddish: שאַרבן‎; Yoruba: àpádìdì, àpáàdì
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 1 January 2024

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὄστρακον)
1. το σκληρό περίβλημα μερικών ασπόνδυλων ζώων, όπως τού αστακού, τής χελώνας κ.ά. («τὸ δ' ὄστρακον ἐκτός ἐντός δ' οὐθὲν σκληρόν», Αριστοτ.)
2. κέλυφος, καύκαλο, καυκί, καβούκι
3. μικρή πήλινη πινακίδα ή θραύσμα πήλινου αγγείου, πάνω στο οποίο χάραζαν, κατά την αρχαιότητα, το όνομα τού εξοστρακιστέου
νεοελλ.
η ύλη που λαμβάνεται από το εξωτερικό περίβλημα ζώου, ιδίως χελώνας, και χρησιμοποιείται για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων, η ταρταρούγα
αρχ.
1. πήλινο αγγείο
2. ανθοδοχείο, γλάστρα
3. στον πληθ. τὰ ὄστρακα
α) ο οστρακισμός
β) πήλινα κρόταλα
4. φρ. α) «περιστροφή οστράκου» — το παιχνίδι ὀστρακίνδα*
β) «τὸ ὄστρακον ἐπιφέρω τινί» — ψηφίζω υπέρ τής εξορίας κάποιου
γ. «τοὔστρακον παροίχεται» — πέρασε ο κίνδυνος τού οστρακισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὄστρ-α-κον (παράγωγο σε -κ, πρβλ. ὀστ-α-κός) προήλθε από αρχ. τ. στον οποίο ανάγεται η λ. ὀστοῦν (βλ. λ. οστό) με θ. σε -r- (πρβλ. αστρά-γ-αλος) και έρρινο επίθημα (*-n-κον), το οποίο στους τ. ὄστρ-α-κον και ὀστ-α-κός εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του μορφή ως -α- (πρβλ. αρχ. ινδ. asthn-ah). Οι τ. ὄστρ-εον / ὄστρ-ειον παράγονται από το ίδιο θ., με επίθημα -εον / -ειον (πρβλ. δένδρ-εον, όσπρεον). Οι τ. ὄστρακον και ὄστρειον συνδέονται σημασιολογικά με τη ρίζα τής λ. ὀστοῦν από το γεγονός ότι η σύσταση τους είναι σκληρή σαν κόκαλο (πρβλ. και αστακός, αστράγαλος). Η λ. ὄστρακον, εξάλλου, με αρχική σημ. «σκληρό περίβλημα μερικών ασπόνδυλων ζώων, κέλυφος» επεκτάθηκε, αναλογικά, και σε αντικείμενα με σκληρή επιφάνεια, όπως πήλινα αγγεία, ανθοδοχεία, γλάστρες, πήλινα κρόταλα και θραύσματα πήλινων αγγείων ή μικρές πήλινες πινακίδες όπου χάραζαν κατά την αρχαιότητα τα ονόματα πολιτικών ανδρών που θεωρούνταν επικίνδυνοι για το δημοκρατικό πολίτευμα και εξορίζονταν (πρβλ. οστρακίζω, οστρακισμός, οστρακοφορώ). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. ostreum και ostrea).
ΠΑΡ. οστράκινος, οστράκιο, οστράκιον, οστρακίζω, οστρακίτης, οστρακώδης
αρχ.
οστρακάς, οστράκεος, οστράκειος, οστρακεύς, οστρακηρός, οστρακίας, οστρακίνδα, οστρακίς, οστρακίτις, οστρακόεις οστρακώ
μσν.
οστρακάριος
νεοελλ.
οστρακιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οστρακόδερμος
αρχ.
οστρακόνωτος, οστρακοποιός, οστρακοφορώ, οστρακόχρους
μσν.
οστρακοκονία
μσν.- νεοελλ.
οστρακοειδής
νεοελλ.
οστρακολογία, οστρακοφόρος. (Β' συνθετικό) μαλακόστρακος
αρχ.
ανόστρακος, λειόστρακος, οξυόστρακος, σκληρόστρακος, στερεόστρακος, τραχεόστρακος, τραχυόστρακος, υμενόστρακος].

Translations

potsherd

Afrikaans: potskerf; Bulgarian: чиреп; Catalan: padellàs; Dutch: potscherf; English: potshard, potsherd, pot-sherd; Finnish: ruukunsirpale; Galician: testo; German: Scherbe, Tonscherbe, Topfscherbe; Greek: θραύσμα, θραύσμα κεραμικού σκεύους, θραύσμα πήλινου σκεύους, όστρακο, όστρακον, πήλινο σπάραγμα; Ancient Greek: ὄστρακον; Italian: coccio; Latin: testa; Macedonian: откршок, цреп, црепче; Maori: maramara rīhi; Navajo: kitsʼiil; Portuguese: caco; Spanish: casco, tiesto; Swahili: gae; Swedish: krukskärva; Telugu: చిల్లపెంకు; Yiddish: שאַרבן‎; Yoruba: àpádìdì, àpáàdì