ἀράω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext== <i>lat.</i> arο. | |btext== <i>lat.</i> arο. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἆρή]]), [[act]]. only pres. inf. ἆρήμεναι, Od. 22.322; [[mid]]. fut. άρήσομαι, aor. [[ἠρησάμην]]: [[pray]] to the [[deity]], and in the [[sense]] of [[wish]]; [[Διΐ]], δαίμοσι, πάντεσσι θεοῖσι (see [[cut]] [[for]] [[attitude]]); [[πολλά]], ‘[[fervently]]’; εὐχομένη δ' [[ἠρᾶτο]], ‘lifted up her [[voice]] in [[prayer]],’ Il. 6.304; [[with]] inf., Od. 22.322, etc.; στυγερὰς ἆρήσετ' ἐρῖνῦς, ‘[[invoke]],’ ‘[[call]] [[down]],’ Od. 2.135; in the [[sense]] of [[wish]], Il. 13.286, Od. 1.366, and [[often]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:39, 3 February 2024
English (LSJ)
plough, οὐδὲ τὰς ὁδὼς.. ἀρασόντι Tab.Heracl.1.133. (Cf. Lat. arare.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [heracleota fut. 3a plu. ἀρασόντι TEracl.1.133 (IV a.C.)]
arar οὐδὲ τὰς hοδὼς ... ἀρασόντι no ararán los caminos, TEracl.l.c.
• Etimología: De la raíz *H2erHu̯2- a la esperable formación en -άω, frente a ἀρόω, q.u.
French (Bailly abrégé)
= lat. arο.
English (Autenrieth)
(ἆρή), act. only pres. inf. ἆρήμεναι, Od. 22.322; mid. fut. άρήσομαι, aor. ἠρησάμην: pray to the deity, and in the sense of wish; Διΐ, δαίμοσι, πάντεσσι θεοῖσι (see cut for attitude); πολλά, ‘fervently’; εὐχομένη δ' ἠρᾶτο, ‘lifted up her voice in prayer,’ Il. 6.304; with inf., Od. 22.322, etc.; στυγερὰς ἆρήσετ' ἐρῖνῦς, ‘invoke,’ ‘call down,’ Od. 2.135; in the sense of wish, Il. 13.286, Od. 1.366, and often.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράω: μέλλ. -ήσω, παλ. ῥῆμα = βλάπτω˙ οὐδὲ τὰς ὁδὼς τὰς ἀποδεδειγμένας ἀράσοντι οὐδὲ συνέρξοντι οὐδὲ κωλύσοντι πορεύεσθαι (τὸ ἀράσοντι Δωρ. ἀντὶ ἀρήσουσι) Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774.133: - ἄλλως εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. ἀρημένος [ᾱ] καὶ ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν γραμμ. βεβλαμμένος, ἅπαξ ἐν Ἰλ., ὁ μὲν δὴ γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος Σ. 435˙ συχνότερ. ἐν Ὀδ. ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, καταπονημένος, (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου ludo fatigatumq. somno) 6. 2˙ τίπτε τόσον, Πολύφημ’, ἀρημένος ὧδ’ ἐβόησας Ι. 403˙ γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρήμενον Λ. 136˙ δύῃ ἀρημένον Σ. 53. (Ἡ ῥίζα δὲν ἐξιχνιάσθη).
Greek Monotonic
ἀράω: (Α), = ἀράομαι, μόνο στο Επικ. απαρ. ἀρήμεναι, εύχομαι, προσεύχομαι, σε Ομήρ. Οδ.
• ἀράω: (Β), μέλ. -ήσω, αρχ. ρήμα βλάπτω, επιφέρω βλάβη· ἀράσοντι, Δωρ. αντί ἀρήσουσι, σε Επιγρ.· μτχ. Παθ. παρακ. ἀρημένος = βεβλαμμένος, καταπονημένος, ταλαιπωρημένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
1 = ἀράομαι
to pray, Od.
2
to damage, ἀράσοντι, doric for ἀρήσουσι, Inscr.: perf. pass. part. ἀρημένος, βεβλαμμένος, distressed, afflicted, Hom.