πωλητήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=politirion
|Transliteration C=politirion
|Beta Code=pwlhth/rion
|Beta Code=pwlhth/rion
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[place where wares are sold]], [[auction-room]], [[shop]], Hermipp.93 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[πωλητῆρα]]), X.''Vect.''3.13 (pl.), App.''BC''3.23 (pl.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ π. τοῦ μετοικίου</b> the office of the πωληταί, who farmed out the metic-tax, D.25.57, cf. Hyp.''Fr.''270.
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[place where wares are sold]], [[auction room]], [[shop]], Hermipp.93 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[πωλητῆρα]]), X.''Vect.''3.13 (pl.), App.''BC''3.23 (pl.).<br><span class="bld">II</span> τὸ [[πωλητήριον τοῦ μετοικίου]] the [[office of the salesmen]], who farmed out the [[metic]]-[[tax]], D.25.57, cf. Hyp.''Fr.''270.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πωλητήριον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[πωλέω]] торговый склад, лавка Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[πωλητής]] полетерий (в Афинах, контора по сдаче на откуп государственных доходов) Dem.
|elrutext='''πωλητήριον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[πωλέω]] [[торговый склад]], [[лавка]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[πωλητής]] [[полетерий]] (в Афинах, контора по сдаче на откуп государственных доходов) Dem.
}}
{{grml
|mltxt=[[πωλητήριο]], το / [[πωλητήριον]], ΝΑ, και άχρ. τ. [[πουλητήριο]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] με το οποίο πιστοποιείται μία [[πώληση]], [[συμβόλαιο]] πώλησης<br /><b>2.</b> [[αγγελία]] για [[πώληση]] ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή δημοπρασίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[πωλητήριον]] τοῦ μετοικίου»<br />(στην Αθήνα) [[τόπος]] όπου συγκεντρώνονταν οι πωλητές για να εισπράξουν ή για να εκμισθώσουν σε πλειοδότη το [[μετοίκιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριο</i>(<i>ν</i>) ([[πρβλ]]. [[πρατήριον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:31, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητήριον Medium diacritics: πωλητήριον Low diacritics: πωλητήριον Capitals: ΠΩΛΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: pōlētḗrion Transliteration B: pōlētērion Transliteration C: politirion Beta Code: pwlhth/rion

English (LSJ)

τό,
A place where wares are sold, auction room, shop, Hermipp.93 (nisi leg. πωλητῆρα), X.Vect.3.13 (pl.), App.BC3.23 (pl.).
II τὸ πωλητήριον τοῦ μετοικίου the office of the salesmen, who farmed out the metic-tax, D.25.57, cf. Hyp.Fr.270.

German (Pape)

[Seite 827] τό, 1) der Ort, wo Waaren verkauft werden, Laden, Gewölbe; Xen. vect. 3, 13; Luc. Pisc. 27 vit. auct. 1. – 2) der Ort, wo sich die πωληταί versammeln, um die öffentlichen Abgaben zu verpachten u. einzunehmen, τοῦ μετοικίου, Dem. 25, 27; vgl. Harpocrat.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 endroit pour vendre, halle, marché;
2 endroit où se réunissent les πωληταί.
Étymologie: πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητήριον -ου, τό [πωλητής] verkooppunt.

Russian (Dvoretsky)

πωλητήριον: τό
1 πωλέω торговый склад, лавка Xen.;
2 πωλητής полетерий (в Афинах, контора по сдаче на откуп государственных доходов) Dem.

Greek Monolingual

πωλητήριο, το / πωλητήριον, ΝΑ, και άχρ. τ. πουλητήριο Ν
νεοελλ.
1. έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται μία πώληση, συμβόλαιο πώλησης
2. αγγελία για πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται
αρχ.
1. τόπος όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή δημοπρασίες
2. φρ. «τὸ πωλητήριον τοῦ μετοικίου»
(στην Αθήνα) τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι πωλητές για να εισπράξουν ή για να εκμισθώσουν σε πλειοδότη το μετοίκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλῶ + επίθημα -τήριο(ν) (πρβλ. πρατήριον)].

Greek Monotonic

πωλητήριον: τό (πωλέω
I. μέρος όπου γίνεται η πώληση, πρατήριο, κατάστημα, σε Ξεν.
II. επάγγελμα των πωλητῶν, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ γίνεται πώλησις, ἢ δημοπρασία, πρατήριον, Ἕρμιππος ἐν Ἀδήλ. 12, Ξεν. Πόροι 3. 3. 13, κτλ. ΙΙ. τὸ π. τοῦ μετοικίου, ὁ τόπος ἔνθα συνήδρευον οἱ πωληταί, οἵτινες ἐπώλουν εἰς τὸν πλειοδότην τὸν φόρον τῶν μετοίκων, Δημ. 787, 27,

Middle Liddell

πωλητήριον, ου, τό, πωλέω
I. a place where wares are sold, an auction-room, shop, Xen.
II. the office of the πωληταί, Dem.