λυχνίς: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λυχνίς]], -[[ίδος]])<br />ποώδες [[φυτό]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]], μονοετές ή πολυετές, με φύλλα αντίθετα, απλά ή ακέραια, το οποίο καλλιεργείται [[συνήθως]] ως διακοσμητικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]] και [[λαμπερός]] [[λίθος]], πιθ. το [[ρουμπίνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λυχνὶς ἡ [[ἀγρία]]» <br />α) <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] αγρόστεμμα<br />β) το [[φυτό]] αντίρρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[λειμωνίς]], [[λοφνίς]])].
|mltxt=η (Α [[λυχνίς]], -ίδος)<br />ποώδες [[φυτό]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]], μονοετές ή πολυετές, με φύλλα αντίθετα, απλά ή ακέραια, το οποίο καλλιεργείται [[συνήθως]] ως διακοσμητικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολύτιμος]] και [[λαμπερός]] [[λίθος]], πιθ. το [[ρουμπίνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λυχνὶς ἡ [[ἀγρία]]» <br />α) <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] αγρόστεμμα<br />β) το [[φυτό]] αντίρρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύχνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[λειμωνίς]], [[λοφνίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λυχνίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[λύχνος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φυτό]] με λαμπρό κόκκινο [[άνθος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] που εκπέμπει φως, πιθ. το [[ρουμπίνι]], σε Λουκ.
|lsmtext='''λυχνίς:''' -ίδος, ἡ ([[λύχνος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φυτό]] με λαμπρό κόκκινο [[άνθος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] που εκπέμπει φως, πιθ. το [[ρουμπίνι]], σε Λουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λυχνίς]], ίδος [[λύχνος]]<br /><b class="num">I.</b> [[lychnis]], a [[plant]] with a [[scarlet]] [[flower]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> a [[precious]] [[stone]] that emits [[light]], prob. the ruby, Luc.
|mdlsjtxt=[[λυχνίς]], ίδος [[λύχνος]]<br /><b class="num">I.</b> [[lychnis]], a [[plant]] with a [[scarlet]] [[flower]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> a [[precious]] [[stone]] that emits [[light]], prob. the ruby, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνίς Medium diacritics: λυχνίς Low diacritics: λυχνίς Capitals: ΛΥΧΝΙΣ
Transliteration A: lychnís Transliteration B: lychnis Transliteration C: lychnis Beta Code: luxni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A rose campion, Silene coronaria, Lychnis coronaria, used for garlands, Thphr. HP 6.8.3, AP 4.1.23 (Mel.), Dsc.3.100.
2 λυχνὶς ἀγρία = corn cockle, Agrostemma githago, ib.101, cf. Nic.Th.899 (ubi v. Sch.).
b = ἀντίρρινον, Dsc. 4.130, Plin.HN25.129.
II a precious stone that emits light, prob. ruby, Luc.Syr.D.32, cf. Dercyl.11:—also λύχνις, ὁ, D.P. 329, Orph.L.271.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 lychnis, vulg. coquelourde, plante;
2 pierre précieuse qui brille dans l'obscurité.
Étymologie: λύχνος.

German (Pape)

ίδος, ἡ, eine Pflanze mit feuerroter Blüte, Theophr.; Mel. 1 (VI.1). – Auch ein im Dunkeln leuchtender Edelstein, Luc. Dea Syr. 32.

Russian (Dvoretsky)

λυχνίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 бот. куколь Anth.;
2 лихнида (вид драгоценного камня) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι ἔχον λαμπρὸν κόκκινον ἄνθος ἐν χρήσει εἰς στεφάνους, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 3, Ἀνθ. Π. 4. 1, 23, κτλ. 2) λ. ἀγρία, εἶδος λίνου, Πλίν. 25. 80. ΙΙ. πολύτιμός τις καὶ λάμπων λίθος, πιθ. τὸ καλούμενον «ῥουβίνιον», Λουκ. π. τῆς Συρ. θεοῦ 32· ὡσαύτως λύχνις, ὁ, Εὐστ. εἰς Διον. ΙΙ. 329.

Greek Monolingual

η (Α λυχνίς, -ίδος)
ποώδες φυτό της οικογένειας καρυοφυλλίδες, μονοετές ή πολυετές, με φύλλα αντίθετα, απλά ή ακέραια, το οποίο καλλιεργείται συνήθως ως διακοσμητικό
αρχ.
1. πολύτιμος και λαμπερός λίθος, πιθ. το ρουμπίνι
2. φρ. «λυχνὶς ἡ ἀγρία»
α) πιθ. το φυτό αγρόστεμμα
β) το φυτό αντίρρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + κατάλ. -ίς (πρβλ. λειμωνίς, λοφνίς)].

Greek Monotonic

λυχνίς: -ίδος, ἡ (λύχνος
I. φυτό με λαμπρό κόκκινο άνθος, σε Ανθ.
II. πολύτιμος λίθος που εκπέμπει φως, πιθ. το ρουμπίνι, σε Λουκ.

Middle Liddell

λυχνίς, ίδος λύχνος
I. lychnis, a plant with a scarlet flower, Anth.
II. a precious stone that emits light, prob. the ruby, Luc.