ἔφιππος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui va à cheval]];<br /><b>2</b> équestre (statue);<br /><b>3</b> [[κλύδων]] [[ἔφιππος]] SOPH torrent de chars et de chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui va à cheval]];<br /><b>2</b> [[équestre]] (statue);<br /><b>3</b> [[κλύδων]] [[ἔφιππος]] SOPH torrent de chars et de chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἵππος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:52, 8 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφιππος Medium diacritics: ἔφιππος Low diacritics: έφιππος Capitals: ΕΦΙΠΠΟΣ
Transliteration A: éphippos Transliteration B: ephippos Transliteration C: efippos Beta Code: e)/fippos

English (LSJ)

ἔφιππον,
A on horseback, riding, Eup.27; ἔφιππος εἰς τὸν τόπον ἠνέχθη Plu.2.306f; ἔφιπποι ὄντες, opp. ὁπλιτεύοντες, Lys.14.10 (as v.l.); ἀνδριὰς ἔφιππος an equestrian statue, Plu.Publ.19; ἔφιππος εἰκὼν χαλκῆ Id.Fab.22 (so, with εἰκών omitted, PSI 3.204.6 (ii A.D.)); βίος Philostr.Her.19.19.
2 κλύδων ἔφιππον a rushing wave of horses, S.El.733.

German (Pape)

[Seite 1119] zu Pferde, beritten, Xen. Cyr. 4, 2, 1, v.l. εὔιππος; = ἱππεύων, Lys. 14, 10; κλύδων' ἔφιππον Soph. El. 723, Getümmel, Verwirrung der Wagen u. Rosse; Plut. u. a. Sp., ἀνδριάς Plut. Popl. 19, wie εἰκών Fab. 22, Reiterstatue; – τὸ ἔφιππον, = ἐφίππιον, D. C. 63, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va à cheval;
2 équestre (statue);
3 κλύδων ἔφιππος SOPH torrent de chars et de chevaux.
Étymologie: ἐπί, ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

ἔφιππος: сидящий на коне, конный (ἀνδριάς, εἰκὼν χαλκῆ Plut.): κλύδων ἔ. Soph. свалка колесниц и коней.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφιππος: -ον, ὡς καὶ νῦν, «Εὔπολις Αἰξίν» Φώτ., Πλούτ. 2. 306Ε, κτλ.· ἐφ. ὄντες, ἀντίθετον τῷ ὁπλιτεύοντες, Λυσ. 140. 21 Βεκκῆρος· ἀνδριὰς ἔφιππος, Πλουτ. Ποπλικ. 19· ἔφιππος εἰκὼν χαλκῆ, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 22. 2) κλύδων ἔφιππος, μεταφ., ὁρμητικὸν κῦμα ἁρμάτων, παρεὶς κλύδωνἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 733. ΙΙ. «ἀγὼν γυμναστικὸς Λάκωσιν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔφιππος, -ον)
αυτός που κάθεται πάνω στο άλογο, που ιππεύει, ιππέας, καβαλάρης
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφιππον
όχημα που σύρεται από ένα άλογο
αρχ.
φρ. «κλύδων ἔφιππος» — ορμητικό κύμα αλόγων, άλογα που ορμούν σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵππος.

Greek Monotonic

ἔφιππος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται πάνω στη ράχη του αλόγου, καβαλάρης· ἀνδριὰς ἔφ., άγαλμα με έφιππη αναπαράσταση, σε Πλούτ.
II. κλύδων ἔφιππος, ταραχή της ιπποδρομίας, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἔφιππος, ον
I. on horseback, riding: ἀνδριὰς ἔφ. an equestrian statue, Plut.
II. κλύδων ἔφιππος a rushing wave of horses, Soph.

English (Woodhouse)

mounted, mounted on horseback, on horseback, riding on horseback

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)