Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥόδεος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Eur" to "Eur")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥόδον]]<br /><b class="num">I.</b> [[of roses]], [[Eur]].<br /><b class="num">II.</b> like a [[rose]], [[rosy]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ῥόδον]]<br /><b class="num">I.</b> [[of roses]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> like a [[rose]], [[rosy]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόδεος Medium diacritics: ῥόδεος Low diacritics: ρόδεος Capitals: ΡΟΔΕΟΣ
Transliteration A: rhódeos Transliteration B: rhodeos Transliteration C: rodeos Beta Code: r(o/deos

English (LSJ)

α, ον,
A of roses, ἄνθεα, πέταλα, Ibyc.5, E.Med.841 (lyr.), Hel.244 (lyr.); λίπος Nic.Al. 155.
II like a rose, rosy, σταφυλή AP6.102 (Phil.); μαζοί Nonn. D. 9.296.

German (Pape)

[Seite 846] rosig; ἄνθη, Eur. Med. 841; πέταλα, Hel. 251; ῥοδέα κάλυξ, Ep. ad. 20 (XII, 40); u. öfter bei sp. D., wie Nonn. D. 9, 295; rosenfarbig, wie Rosen duftend, aus Rosen gemacht, λίπος Nic. Al. 155, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de rose.
Étymologie: ῥόδον.

Russian (Dvoretsky)

ῥόδεος:
1 розовый (ἄνθη Eur.);
2 розового цвета (σταφυλή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥόδεος: -α, -ον, ὁ ἐκ ῥόδων, εἰς ῥόδα ἀνήκων, ἄνθεα, πέταλα Ἴβυκος 4, Εὐρ. Ἑλ. 245· ἄνθη ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 841 λίπος Νικ. Ἀλεξιφ. 155. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς ῥόδον, σταφυλή Ἀνθ. Π. 6. 102· μαζοὶ Νόνν. Δ. 9. 296.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
ζωολ.
γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη βοήθεια ειδικού ωαποθέτη του θηλυκού, στη βραγχιακή κοιλότητα δίθυρων μαλακίων, λ.χ. τών μυδιών, όπου «εκκολάπτονται» και τα νεογέννητα άτομα εξέρχονται από εκεί μετά από έναν μήνα.
(II)
(ῥόδεος) -έα, -ον και ῥόδειος, -ον, Α ῥόδον
1. αυτός που ανήκει στο ρόδο ή προέρχεται από αυτό (α. «ῥόδεα ἄνθεα», Ίβυκ.
β. «εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων», Ευρ.
γ. ῥόδεον λίπος», Νίκανδρ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο, ροδοειδής (α. «ροδέας σταφυλῆς ἀποσπάδιον», Ανθ. Παλ.
β. «ρόδεοι μαζοί», Νόνν.).

Greek Monotonic

ῥόδεος: -α, -ον (ῥόδον
I. ρόδινος, σε Ευρ.
II. όμοιος με ρόδο, ροδαλός, τριανταφυλλένιος, ροζ, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥόδον
I. of roses, Eur.
II. like a rose, rosy, Anth.