δυσμεταχείριστος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysmetacheiristos | |Transliteration C=dysmetacheiristos | ||
|Beta Code=dusmetaxei/ristos | |Beta Code=dusmetaxei/ristos | ||
|Definition=δυσμεταχείριστον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to manage]], παῖς Pl.''Lg.''808d (Sup.), cf. Plu.''Mar.''37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.''NA''4.44; δίκτυα X.''Cyn.''2.6.<br><span class="bld">2</span> [[hard to attack]], στρατός [[Herodotus|Hdt.]]7.236, J.''BJ''1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A. | |Definition=δυσμεταχείριστον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to manage]], παῖς [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''808d (Sup.), cf. Plu.''Mar.''37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.''NA''4.44; δίκτυα X.''Cyn.''2.6.<br><span class="bld">2</span> [[hard to attack]], στρατός [[Herodotus|Hdt.]]7.236, J.''BJ''1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:05, 23 March 2024
English (LSJ)
δυσμεταχείριστον,
A hard to manage, παῖς Pl.Lg.808d (Sup.), cf. Plu.Mar.37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.NA4.44; δίκτυα X.Cyn.2.6.
2 hard to attack, στρατός Hdt.7.236, J.BJ1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas difícil de manejar o manipular ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.Cyn.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24
•de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.Mar.37.
2 difícil, dificultoso (διῶρυξ) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11
•en cont. bélicos difícil de atacar, inabordable ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.BI 1.141
•difícil de herir, inalcanzable c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.Arist.14.
II fig.
1 difícil de someter a disciplina, indócil de pers. παῖς Pl.Lg.808d, γυνή Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.Luc.7, cf. Brut.46
•intratable κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.Epict.2.15.14, de anim., Ael.NA 4.44
•inasequible, difícil de persuadir c. dat. δ. λόγῳ Them.Or.34.460.
2 difícil de tratar, complejo de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.Ep.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21
•neutr. subst. τὸ δ. la complejidad τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.
3 de enfermedades, suturas difícil de curar (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu handhaben; στρατὸς ναυτικός Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., παῖς Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à manier (filet) ; fig. intraitable;
2 difficile à attaquer.
Étymologie: δυσ-, μεταχειρίζω.
Russian (Dvoretsky)
δυσμεταχείριστος:
1 трудно управляемый, неудобный (δίκτυα Xen.);
2 с трудом поднимаемый, грузный (βαρὺς τῷ σώματι καὶ δ. Plut.);
3 неуязвимый, недоступный, неодолимый (στρατὸς ναυτικός Her.);
4 с которым трудно справиться, строптивый (παῖς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσμεταχείριστος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, παῖς Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― δυσπρόσβλητος, στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμεταχείριστος, -ον)
1. (για πράγμα) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται κανείς
2. (για πρόσ.) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί
αρχ.
εκείνος που δύσκολα προσβάλλεται, ο δυσπρόσβλητος.
Greek Monotonic
δυσμεταχείριστος: -ον (μεταχειρίζω), δύσκολος στον χειρισμό, στη χρήση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
δυσ-μεταχείριστος, ον μεταχειρίζω
hard to manage: hard to attack, Hdt.