ὑπομάζιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypomazios
|Transliteration C=ypomazios
|Beta Code=u(poma/zios
|Beta Code=u(poma/zios
|Definition=ὑπομάζιον,<br><span class="bld">A</span> [[under the breast]], [[sucking]], μηδ' αὐτῶν τῶν ὑπομαζίων φειδόμενοι D.S.34.2; also as [[varia lectio|v.l.]] for [[ὑπομάσθιος]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span> τὸ [[ὑπομάζιον]] = [[waistband]], ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένιον Aristaenet.1.25 (unless Adj. with [[φλυαρία]]ν).
|Definition=ὑπομάζιον,<br><span class="bld">A</span> [[under the breast]], [[sucking]], μηδ' αὐτῶν τῶν ὑπομαζίων φειδόμενοι [[Diodorus Siculus|D.S.]]34.2; also as [[varia lectio|v.l.]] for [[ὑπομάσθιος]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span> τὸ [[ὑπομάζιον]] = [[waistband]], ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένιον Aristaenet.1.25 (unless Adj. with [[φλυαρία]]ν).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομάζιος Medium diacritics: ὑπομάζιος Low diacritics: υπομάζιος Capitals: ΥΠΟΜΑΖΙΟΣ
Transliteration A: hypomázios Transliteration B: hypomazios Transliteration C: ypomazios Beta Code: u(poma/zios

English (LSJ)

ὑπομάζιον,
A under the breast, sucking, μηδ' αὐτῶν τῶν ὑπομαζίων φειδόμενοι D.S.34.2; also as v.l. for ὑπομάσθιος (q.v.).
II τὸ ὑπομάζιον = waistband, ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένιον Aristaenet.1.25 (unless Adj. with φλυαρίαν).

German (Pape)

[Seite 1225] = Folgdm, Aristaen. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est encore à la mamelle;
subst. τὸ ὑπομάζιον :
1 enfant encore à la mamelle;
2 bandeau pour soutenir le sein.
Étymologie: ὑπό, μαζός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομάζιος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν μαστόν, θηλάζων, Λατ. subrumus, τέκνον, βρέφος Χρησμ. Σιβ. 2. 300, Ἐκκλ.· τὸ ὑπομάζιον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 54· - ὡσαύτως ὑπομαζίδιος, Γλωσσ. ΙΙ. τὸ ὑπ., ὡσαύτως, στηθόδεσμος, Ἀρισταίν. 1. 25.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπομάζιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό
2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν)
(λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει
2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)
ὑπομάζιος και τὸ ὑπομάζιον
(ενν. παῖς και τέκνον ή βρέφος) παιδί που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μαζός, ιων. τ. του μαστός + κατάλ. -ιος].