πλεονασμός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πλεονάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλεονάζω]], [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («πλεονασμὸς ὑγρότητος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[τρόπος]] έκφρασης [[κατά]] τον οποίο ο [[ομιλητής]] ή [[συγγραφέας]] επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του [[είναι]] απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. [[πάλι]] μού ξαναμίλησε</i>, [[φέρε]] λίγο [[νερό]] ζεστό κι όχι [[κρύο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κέρδος]], όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[πλεονάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλεονάζω]], [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («πλεονασμὸς ὑγρότητος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[τρόπος]] έκφρασης [[κατά]] τον οποίο ο [[ομιλητής]] ή [[συγγραφέας]] επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του [[είναι]] απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. [[πάλι]] μού ξαναμίλησε</i>, [[φέρε]] λίγο [[νερό]] ζεστό κι όχι [[κρύο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κέρδος]], όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> [[τοκογλυφία]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[επαύξηση]] της προτάσεως<br /><b>4.</b> αυτό που υπερβαίνει [[κάτι]] που έχει οριστεί ή καθοριστεί<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 20:52, 21 May 2024
English (LSJ)
ὁ,
A superabundance, excess, ὑγρότητος, τῶν μερῶν, Arist.GA780a20, 770b28, cf. Chrysipp.Stoic.3.114, 130, Porph.Antr.11; πλεονασμοὶ λαλιᾶς Plu.2.650e.
b surplus, PRyl.213.82 (pl., ii A. D.), Sammelb. 4296.7 (iv A. D.), etc.
2 usury, LXXLe.25.37, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(1).260, etc.
3 Rhet. and Gramm., pleonasm, use of redundant words, D.H.Dem.58, A.D.Synt.267.14, al.
b lengthening of clauses, opp. μείωσις, D.H.Comp.7.
4 repetition, Timae.71 (pl.).
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, Überfluß, Übermaaß, Sp.; bes. Übertreibung, Vergrößerung in der Erzählung, Pol. 12, 24, 1. 15, 36, 3; Plut. u. Sp. – Bei den Gramm. das Hinzufügen eines überflüssigen, nichts bedeutenden Wortes, eine bei den alten Gramm. häufige Erklärungsweise.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
surabondance, excès.
Étymologie: πλεονάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεονασμός -οῦ, ὁ πλεονάζω overvloed.
Russian (Dvoretsky)
πλεονασμός: ὁ
1 избыток, чрезмерность (τῶν μερῶν Arst.);
2 раздувание, преувеличение (οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί Polyb.);
3 грам. плеоназм.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πλεονάζω
το αποτέλεσμα του πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.)
2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του είναι απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. πάλι μού ξαναμίλησε, φέρε λίγο νερό ζεστό κι όχι κρύο
μσν.-αρχ.
κέρδος, όφελος
αρχ.
1. επανάληψη
2. τοκογλυφία
3. γραμμ. επαύξηση της προτάσεως
4. αυτό που υπερβαίνει κάτι που έχει οριστεί ή καθοριστεί
5. μτφ. μεγαλοποίηση, υπερβολή.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονασμός: ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, περίσσευμα, τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), τόκος. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ χρῆσις περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, ὑπερβολή, Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
Wikipedia EN
Pleonasm (/ˈpliːənæzəm/; from Ancient Greek πλεονασμός, pleonasmós, from πλέον, pleon 'more; too much') is the use of more words or parts of words than are necessary or sufficient for clear expression (for instance, "black darkness", "burning fire"). Such redundancy is a manifestation of tautology by traditional rhetorical criteria, and might be considered a fault of style. Pleonasm may also be used for emphasis, or because the phrase has become established in a certain form. Tautology and pleonasm are not consistently differentiated in literature.
Most often, pleonasm is understood to mean a word or phrase which is useless, clichéd, or repetitive, but a pleonasm can also be simply an unremarkable use of idiom. It can aid in achieving a specific (sic) linguistic effect, be it social, poetic or literary. Pleonasm sometimes serves the same function as rhetorical repetition—it can be used to reinforce an idea, contention or question, rendering writing clearer and easier to understand. Pleonasm can serve as a redundancy check; if a word is unknown, misunderstood, misheard, or if the medium of communication is poor—a wireless telephone connection or sloppy handwriting—pleonastic phrases can help ensure that the meaning is communicated even if some of the words are lost.
Translations
excess
Catalan: excés; Chinese Mandarin: 過量/过量, 過剩/过剩; Esperanto: eksceso; Finnish: ylettömyys, kohtuuttomuus, liika, ylimäärä, liika-, ylenpalttisuus, liiallisuus; French: excès; Galician: exceso; Georgian: სიჭარბე, ზედმეტობა, გადამეტება, გადაჭარბება; German: Überfluss; Greek: υπερβολή, πλεονασμός, πλεόνασμα; Ancient Greek: ὑπερβολή, πλεονασμός; Hungarian: többlet, fölösleg, felesleg, túl-; Ido: eceso; Irish: breis, anbharr; Italian: eccesso; Khmer: ចំនួនលើស; Korean: 우수리; Latin: nimium; Malay: lebihan; Maori: tuhene; Norwegian Bokmål: overskudd, eksess; Nynorsk: eksess; Polish: zbytek, nadmiar, nadwyżka; Portuguese: excesso; Romanian: exces, exagerare, abuz; Russian: превышение; Spanish: exceso; Swahili: zaidi; Swedish: överskott; Ukrainian: надмір
pleonasm
af: pleonasme; an: pleonasmo; ar: تطويل; az: pleonazm; be_x_old: плеаназм; bg: плеоназъм; bn: শব্দবাহুল্য; bs: pleonazam; ca: pleonasme; cs: pleonasmus; da: pleonasme; de: Pleonasmus; en: pleonasm; eo: pleonasmo; es: pleonasmo; et: pleonasm; eu: pleonasmo; fr: pléonasme; gl: pleonasmo; he: פלאונזם; hr: pleonazam; hu: szószaporítás; hy: պլեոնազմ; id: pleonasme; io: pleonasmo; it: pleonasmo; ja: 冗語; ka: პლეონაზმი; kk: плеоназм; ky: плеоназм; lb: pleonasmus; li: pleonasme; mk: плеоназам; nl: pleonasme; nn: pleonasme; no: pleonasme; oc: pleonasme; pl: pleonazm; pt: pleonasmo; ro: pleonasm; ru: плеоназм; sh: pleonazam; sk: pleonazmus; sr: плеоназам; sv: pleonasm; uk: плеоназм; uz: pleonazm; zh: 贅語