ἐνδιάω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[habiter]] <i>ou</i> vivre en plein air, au grand jour, dans, τινι;<br /><b>2</b> [[briller dans]];<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire paître à ciel ouvert;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐνδιάομαι]], [[ἐνδιῶμαι]] briller dans (le ciel).<br />'''Étymologie:''' [[ἔνδιος]].
|btext=[[ἐνδιῶ]] :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[habiter]] <i>ou</i> vivre en plein air, au grand jour, dans, τινι;<br /><b>2</b> [[briller dans]];<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire paître à ciel ouvert;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐνδιάομαι]], [[ἐνδιῶμαι]] briller dans (le ciel).<br />'''Étymologie:''' [[ἔνδιος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 07:30, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῐάω Medium diacritics: ἐνδιάω Low diacritics: ενδιάω Capitals: ΕΝΔΙΑΩ
Transliteration A: endiáō Transliteration B: endiaō Transliteration C: endiao Beta Code: e)ndia/w

English (LSJ)

(ἔνδιος)
A stay in the open air: generally, linger in or haunt a place, c. dat., βάτοις AP5.291.6 (Agath.); ἔνθα δ' ἀνὴρ.. ἐνδιάασκε Theoc.22.44: also c. acc., πάγους καὶ πρῶνας Opp.C.3.315: abs., περὶ σπήλυγγας ib.4.81: metaph., (ὄμμασιν) ἐλπὶς ἐνδιάει AP5.269.10 (Paul. Sil.); ἐ. εἰς κενεὰς εἰκόνας ib.4.4.10 (Agath.):—abs. in Med., ἀκτῖνες ἐνδιάονται are bright as day (of the moon), h.Hom.32.6; but ἐνδιῶνται· μεσημβριάζουσι, Hsch.
II trans., ποιμένες μῆλα ἐνδιάασκον shepherds drove their sheep afield, Theoc.16.38 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

(ἐνδῐάω)
• Morfología: [impf. iter. ἐνδιάασκον Theoc.16.38, Hsch.]
I intr.
1 en v. med. brillar, relucir de la luna ἀκτῖνες ἐνδιάονται h.Hom.32.6
en v. act., fig. (ὄμμασι) ἐλπὶς ... ἐνδιάει AP 5.270 (Paul.Sil.).
2 estar a plena luz del día, pasar la hora central del día c. dat. o adv. de lugar ἔνθα δ' ἀνὴρ ὑπέροπλος ... ἐνδιάασκε Theoc.22.44, βάτοις AP 5.292 (Agath.), λῖς ἐνδιάει Opp.C.4.81, en v. med., Hsch.ε 2802.
II tr.
1 llevar al campo, apacentar μῆλα Theoc.16.38.
2 habitar πάγους Opp.C.3.315.

German (Pape)

[Seite 834] (ἔνδιος), unter freiem Himmel, übh. an einem Orte verweilen, darin wohnen; ὀλολυγὼν – ἐνδιάουσα βάτοις Agath. 25 (V, 292); vgl. 58 (IV, 4); ἐνδιάασκε Theocr. 22, 44; übertr., ἐλπὶς ἐνδιάει ὄμμασι Paul. Sil. 17 (V, 270). Auch im med., Hom. h. 32, 9. – Trans., ποιμένες μᾶλα ἐνδιάασκον, ließen die Schaafe unter freiem Himmel weiden, Theocr. 16, 38.

French (Bailly abrégé)

ἐνδιῶ :
I. intr. 1 habiter ou vivre en plein air, au grand jour, dans, τινι;
2 briller dans;
II. tr. faire paître à ciel ouvert;
Moy. ἐνδιάομαι, ἐνδιῶμαι briller dans (le ciel).
Étymologie: ἔνδιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιάω: (impf. iter. Theocr. ἐνδιάασκον)
1 (на открытом воздухе), жить, обитать, (ἡ ὀλολυγὼν ἐνδιάουσα βάτοις, перен. μνήμη τινὸς ἐνὶ τεύχεσι βίβλων ἐνδιάει Anth.);
2 пасти под открытым небом (μῆλα Theocr.);
3 тж. med. блистать, сиять, сверкать (ἐλπὶς ἐνδιάει τοῖς ὄμμασι Anth.; ἀκτῖνες ἐνδιάονται HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδῐάω: (ἔνδιος) διαμένω ἐν ὑπαίθρῳ· καθόλου, θαμίζω, συχνάζω εἴς τι μέρος, μετὰ δοτ., τρηχαλέαις ἐνδιάουσα βάτοις Ἀνθ. Π. 5. 292· ἔνθα δ’ ἀνὴρ ὑπέροπλος ἐνήμερος ἐνδιάασκε Θεόκρ. 22. 44· μεταφ., ὄμμασιν ἐλπὶς ἐνδιάει Ἀνθ. Π. 5. 270· ἐνδ. ἐς... αὐτόθι 4. 4: ― ἀπολ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀκτῖνες ἐνδιάονται Ὁμ. Ὕμν. 32. 6· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. 79. II. μεταβ., μυρία δ’ ἀμ πεδίον... ἐνδιάασκον ποιμένες ἔκκριτα μᾶλα, ἀναρίθμητα δὲ πρόβατα ἤλαυνον εἰς μέρη σκιερὰ οἱ ποιμένες, ἢ κατ’ ἄλλους, ἦγον εἰς τὸ πεδίον πρὸς βόσκησιν, Θεόκρ. 16. 38.

Greek Monolingual

ἐνδιάω (Α)
1. συχνάζω σε υπαίθριο χώρο
2. (για βοσκούς) οδηγώ τα κοπάδια να βοσκήσουν.

Greek Monotonic

ἐνδῐάω: Επικ. παρατ. ἐνδιάασκον (ἔνδιος
I. μένω στην ύπαιθρο· γενικά, παρατείνω τη διαμονή μου ή συχνάζω σε ένα μέρος, κατοικώ, με δοτ., σε Ανθ.· στη Μέσ., σε Ομηρ. Ύμν.
II. μτβ., ποιμένες μῆλα ἐνδιάασκον, οι βοσκοί οδηγούσαν τα κοπάδια τους στην εξοχή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἔνδιος
I. to stay in the open air; generally, to linger in or haunt a place, c. dat., Anth.:—in Mid., Hhymn.
II. trans., ποιμένες μῆλα ἐνδιάασκον shepherds were driving their sheep afield, Theocr.