ἐκκηρύσσω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> faire annoncer par la voix du | |btext=<b>1</b> [[faire annoncer par la voix du héraut]] : [[κἀξεκηρύχθην]] [[φυγάς]] SOPH et je fus, par la voix du héraut, proclamé banni;<br /><b>2</b> [[faire proclamer par un héraut le bannissement]] : τινα de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κηρύσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:19, 1 June 2024
English (LSJ)
Att. ἐκκηρύττω,
A proclaim by voice of herald:—Pass., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27, cf. 203.
II banish by proclamation, Hdt.3.148, Plb.4.21.8, D.S.14.97; τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως, Aeschin.3.258, Lys.12.3:—Pass., ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρῦχθχι Pl.Lg.929b; ἐξεκηρύχθην φυγάς S.OC430.
2 cashier, 'drum out' of the army, prob. in Arist.Ath.61.2.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. ἐκκηρύττω
I 1proclamar mediante heraldo, anunciar con un pregón una prohibición, c. dat. compl. indir., en v. pas. νέκυν ἀστοῖσι ... ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27, cf. 203.
2 desterrar fuera de la ciudad o el γένος, declarar públicamente proscrito de pers. Μαιάνδριον Hdt.3.148, cf. D.19.331, D.L.2.43, App.Pun.74, 79, Them.Or.6.72d, αὐτούς Plb.4.21.8, τοὺς δὲ διαφυγόντας D.S.14.97, c. adj. pred. ἄκριτον ... πολίτην Plu.CG 4, ὡς ἀθεωτάτους ἡμᾶς ἐκκηρύσσετε Tat.Orat.27.4, c. indic. del lugar de donde τοὺς τριάκοντα ... ἐκ τῶν πόλεων Lys.12.35, cf. Aeschin.3.258, Cleom.2.1.414, Plu.Tim.30, Aristid.Or.3.605, οὓς ... τῆς ἰδίας βασιλείας Caryst.9, ἄμφω τὼ ἡγεμόνε τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ βασιλείας Polyaen.4.2.3, cf. I.BI 2.406, en v. pas. κἀξεκηρύχθην φυγάς S.OC 430, ἄξιος ἅπασιν ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρύχθαι Pl.Lg.929b, cf. Lys.25.22, ὁ Ἐκκηρυττόμενος el Proscrito tít. de una comedia de Alexis, Ath.699f
•fig. desterrar, eliminar τὴν αἵρεσιν Basil.Ep.92.3, c. gen. separat. τοῦτο (ὄνομα) ... τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc.Pseudol.11, en v. pas. (ἡ ῥητορική) ἄπεισιν ἐκ τῶν πόλεων ἐκκηρυχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος Aristid.Or.2.271.
3 gener. expulsar fuera del ejército τὸν ἀτακτοῦντα Arist.Ath.61.2, fuera de una carrera τοὺς Οὐολούσκους ... πρὸ τοῦ ἀγῶνος D.C.Epit.7.16.4, fuera de la ciudad a mendigos, Aen.Tact.10.10, c. gen. πάσης γῆς καὶ θαλάττης (σέ) Cels.Phil.8.39, en v. pas. μόνος Ἀθηναίων ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐξεκηρύχθη Lys.3.45, τοῦτον σχολῆς τῆσδ' ἐκκεκηρύχθαι Carn.1, τῶν Ὀλυμπίων Simp.in Epict.32.223
•fig. excluir c. gen. ἑαυτὸν τῶν ἄθλων τοῦ σωτῆρος Clem.Al.QDS 3.5.
4 crist. excomulgar τοὺς τοιούτους πάντας Gr.Thaum.Ep.Can.2, αὐτόν Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.17, cf. Philost.HE 2.11, ὃν ... συνόδου Χριστιανῶν Synes.Ep.4.
II simpl. proclamar ὃν ... ὁ δῆμος ἅπας ... καλαμοσφάκτην ἐξεκήρυξεν Ph.2.536, παντὸς ταπεινότερον ἑαυτὸν Gr.Nyss.M.46.832C.
German (Pape)
[Seite 762] durch den Herold laut ausrufen lassen, einen Befehl; νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Soph. Ant. 27, vgl. 203; bes. so aus der Stadt od. dem Lande verbannen; κἀξεκηρύχθην φυγάς O. C. 431; τινά, Her. 3, 148; Lys. 3, 45; ἐκ τῆς πόλεως 12, 35; πανταχόθεν ib. 97; ἐκ τοῦ γένους, ausstoßen, Plat. Legg. XI, 929 b; τῆς πόλεως Aesch. 3, 258; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc. pseudol. 11.
French (Bailly abrégé)
1 faire annoncer par la voix du héraut : κἀξεκηρύχθην φυγάς SOPH et je fus, par la voix du héraut, proclamé banni;
2 faire proclamer par un héraut le bannissement : τινα de qqn.
Étymologie: ἐκ, κηρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκηρύσσω: атт. ἐκκηρύττω
1 объявлять через глашатая: τὸν Πολυνείκους νέκυς φασὶν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Soph. говорят, что через глашатая запрещено предать тело Полиника погребению;
2 преимущ. объявлять через глашатая об изгнании, приговаривать к изгнанию (τινά Her., Polyb., Diod., Plut.; ἐκ τῆς πόλεως Lys. и τῆς πόλεως Aeschin.; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc.; εἰς ἔτη δέκα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκηρύσσω: Ἀττ. ἐκκηρύττω: μέλλ. -ξω: ― προκηρύσσω διὰ κήρυκος, παθ., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Σοφ. Ἀντ. 27, πρβλ. 203. ΙΙ. ἐξορίζω διὰ προκηρύξεως, Ἡρόδ. 3. 148· τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. 19. 26, Λυσ. 123. 23· ἐκ τοῦ γένους Πλάτ. Νόμ. 929Β. ― Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγὰς Σοφ. Ο. Κ. 430. 2) ἀποκλείω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(AM ἐκκηρύσσω, Α αττ. τ. ἐκκηρύττω)
1. κηρύσσω δημόσια, διαλαλώ, γνωστοποιώ
2. εκκλ. αφορίζω
αρχ.
1. εξορίζω, διώχνω
2. κατηγορώ με κήρυκα.
Greek Monotonic
ἐκκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. προκηρύσσω μέσω της φωνής κήρυκα, σε Σοφ.
II. θέτω κάποιον εξόριστο με προκήρυξη, σε Ηρόδ. — Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγάς, σε Σοφ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
I. to proclaim by voice of herald, Soph.
II. to banish by proclamation, Hdt.:—Pass., ἐξεκηρύχθην φυγάς Soph.