κυπάρισσος: Difference between revisions
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῠπάρισσος, | |mdlsjtxt=κῠπάρισσος, ''Att.'' -ιττος, ἡ,<br />a [[cypress]], Od., Hdt., etc. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |
Revision as of 18:41, 7 September 2024
English (LSJ)
Att. κυπάριττος, ἡ,
A cypress, Cupressus sempervirens, εὐώδης Od.5.64, cf. Hdt. 4.75, Hermipp.63.14, Phld.Mort.38, Dsc.1.74, Arr.An.7.19.4; ἐλαφρά Pi.Fr.154; ῥαδινά Theoc.11.45; ἄρρην καὶ θήλεια Thphr.HP1.8.2.
II cypress wood as timber, SIG251 Hii 9 (Delph., iv B.C.), IG42(1).102.26 (Epid., iv B.C.), 22.1672.191.
German (Pape)
[Seite 1534] ἡ, att. κυπάριττος, die Cypresse, cupressus sempervirens; εὐώδης Od. 5, 64; Her. 4, 75; Hermipp. bei Ath. I, 27 f u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
att. κυπάριττος;
cyprès, arbre.
Étymologie: DELG t. médit. d'origine inconnue, myc. ku-pa-ri-se-ja.
Russian (Dvoretsky)
κῠπάρισσος: атт. κῠπάριττος (ᾰ) ἡ кипарис Hom., Pind., Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπάρισσος: Ἀττ.-ιττος, ἡ, «κυπαρίσσι», Cypressus sempervirens, εὐώδης Ὀδ. Ε. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75· ἐλαφρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 126· ῥαδινὰ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 45· ἄρρην καὶ θήλεια Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ.· ― ἐχρησίμευεν εἰς τὴν ξυλουργίαν ἐν Ἑλλάδι, ὡς καὶ νῦν, ἴδε κυπαρίσσινος.
English (Autenrieth)
cypress, evergreen, Od. 5.64†.
English (Slater)
κῠπᾰρισσος (ἡ) cypress wood “ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον” (τὴν Κρήτην. Σ.) (Pae. 4.50)
Greek Monolingual
η (AM κυπάρισσος, Α αττ. τ. κυπάριττος)
1. το κωνοφόρο δένδρο κυπαρίσσι (α. «μακρύς ἔναι ὡς κυπάρισσος», Διήγ. Αχιλλ.
β. «ἐντὶ δάφναι τηνεί, ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι», Θεόκρ.)
2. το ξύλο του δένδρου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακή λ. άγνωστης προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cypressus, πιθ. μέσω της Ετρουσκικής και από εκεί διάφορες ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. cypress. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. kupariseja «κυπαρισσένιος». Τη λ. εμφανίζουν και τα τοπωνύμια Κυπάρισσος στη Φωκίδα (απ' όπου στη Μυκηναϊκή ο τ. Kuparisijo [πιθ. εθνικό όνομα]), Κυπαρισσήεις, Κυπαρισσία, Κυπαρισσιαί, Κυπαρισσούς.
ΠΑΡ. κυπαρίσσι(ον), κυπαρίσσινος, κυπαρισσών(ας)
αρχ.
κυπαρισσίας, κυπαρίσσιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυπαρισσόκομος, κυπαρισσόροφος. (Β' συνθετικό) αρχ. βουρικυπάρισσος, χαμαικυπάρισσος.
Greek Monotonic
κῠπάρισσος: Αττ. -ιττος, ἡ, κυπαρίσσι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cypress (ε 64).
Dialectal forms: Myk. kupariseja (pl. n.). of c.wood. Att. -ιττος
Derivatives: Dimin. -ίττιον (Alciphr.); further -ίσσινος, -ίττινος of cypress-wood (ρ 340), -ισσίας Euphorbia aleppica (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 35), -ισσών, -ῶνος m. cypress-forest (Str.);
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Town-name Κυπάρισσος (Phocis, Β 519), -ισσοῦς, -ισσία, -ισσιαί, -ισσήεις (Elis, Β593), κυφαρισσινος (inscr. Aegina). Leumann Hom. Wörter 301); cf. Solmsen Wortforsch. 85; with Κυπαρίσσιος surn. of Apollon (Kos), -ισσία surname of Artemis (Lacon.; Κυφ-), -ισσίτας surn. of Pan (Crete; Κυφ-). - A Pre-Greek word (note the names with Κυφ-). Lat. cupressus (note the -e-). Cf. W.-Hofmann s. v. with Nachtr., Blumenthal Gnomon 15, 166, Leumann IF 57, 156 f., Ernout Aspects du vocab. latin 31); here also Hebr. gōfer. On other names of the cypress Schrader-Nehring Reallex. 1, 671. Fur. 160 n. 70 recalls Hurr. šermini id. for Pers. serv id.
Middle Liddell
κῠπάρισσος, Att. -ιττος, ἡ,
a cypress, Od., Hdt., etc.
Frisk Etymology German
κυπάρισσος: {kupárissos}
Forms: att. -ιττος
Grammar: f.
Meaning: Zypresse (seit ε 64).
Derivative: Davon das Demin. -ίττιον (Alkiphr.); ferner -ίσσινος, -ίττινος von Zypressenholz (seit ρ 340), -ισσίας Euphorbia aleppica (Dsk. u.a.; Strömberg Pflanzennamen 35), -ισσών, -ῶνος m. Zypressenhain (Str.); myk. ku-pa-ri-se-ja (pl. n.)? Stadtnamen Κυπάρισσος (Phokis, Β 519), -ισσοῦς, -ισσία, -ισσιαί, -ισσήεις (Elis, Β593; Leumann Hom. Wörter 301); vgl. Solmsen Wortforsch. 85; dazu Κυπαρίσσιος Bein. des Apollon (Kos), -ισσία B. der Artemis (Lakon.; Κυφ-), -ισσίτας Bein. des Pan (Kreta; Κυφ-).
Etymology: Mittelmeerwort unbekannten Ursprungs. Aus derselben Quelle oder eher aus dem Griechischen (durch etrusk. Vermittlung?) lat. cupressus (W.-Hofmann s. v. mit Nachtr., Blumenthal Gnomon 15, 166, Leumann IF 57, 156 f., Ernout Aspects du vocab. latin 31); hierher noch hebr. gōfer. Über andere Namen der Zypresse Schrader-Nehring Reallex. 1, 671.
Page 2,50
Mantoulidis Etymological
ἡ (=κυπαρίσσι). Ξενική ἡ προέλευσή του.