δύσνοος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysnoos
|Transliteration C=dysnoos
|Beta Code=du/snoos
|Beta Code=du/snoos
|Definition=δύσνοον, contr. [[δύσνους]], δύσνουν, [[ill-affected]], [[disaffected]], τινί S.''Ant.''212; τῇ πόλει Th.2.60; πρὸς τὰ πράγματα X.''HG''2.1.2: abs., E.''IT''350, Plu.2.176b. Adv. [[δύσνως]] Poll.2.230.
|Definition=δύσνοον, contr. [[δύσνους]], δύσνουν, [[ill-affected]], [[disaffected]], τινί S.''Ant.''212; τῇ πόλει Th.2.60; πρὸς τὰ πράγματα X.''HG''2.1.2: abs., E.''IT''350, Plu.2.176b. Adv. [[δυσνόως]] Poll.2.230.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ους, -ουν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiene animadversión]] c. dat. τῇδε ... πόλει S.<i>Ant</i>.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.<i>Tht</i>.151d, cf. <i>Phdr</i>.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.<i>AI</i> 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.<i>HG</i> 2.1.2<br /><b class="num">•</b>[[hostil]], [[enemigo]] δύσνουν με λήψεσθε E.<i>IT</i> 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.<i>R</i>.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.<i>Herm</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[malevolencia]] Philostr.<i>VA</i> 5.36.<br /><b class="num">2</b> [[estúpido]] δ. καὶ ἰδιώτης καὶ [[δύσμορφος]] Isid.Pel.M.78.249D.<br /><b class="num">II</b> adv. δυσνόως [[con mala voluntad o disposición]] δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.<i>in D</i>.14.53, cf. Poll.2.230.
|dgtxt=δύσνοον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. [[δύσνους]], δύσνουν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiene animadversión]] c. dat. τῇδε ... πόλει S.<i>Ant</i>.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.<i>Tht</i>.151d, cf. <i>Phdr</i>.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.<i>AI</i> 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.<i>HG</i> 2.1.2<br /><b class="num">•</b>[[hostil]], [[enemigo]] δύσνουν με λήψεσθε E.<i>IT</i> 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.<i>R</i>.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.<i>Herm</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ δύσνουν]] = [[malevolencia]] Philostr.<i>VA</i> 5.36.<br /><b class="num">2</b> [[estúpido]] δ. καὶ ἰδιώτης καὶ [[δύσμορφος]] Isid.Pel.M.78.249D.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δυσνόως]] = [[con mala voluntad o disposición]] δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.<i>in D</i>.14.53, cf. Poll.2.230.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δύσνοος:''' стяж. [[δύσνους]] 2 неприязненный, враждебный (Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.).
|elrutext='''δύσνοος:''' стяж. [[δύσνους]] 2 [[неприязненный]], [[враждебный]] (Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:10, 24 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοος Medium diacritics: δύσνοος Low diacritics: δύσνοος Capitals: ΔΥΣΝΟΟΣ
Transliteration A: dýsnoos Transliteration B: dysnoos Transliteration C: dysnoos Beta Code: du/snoos

English (LSJ)

δύσνοον, contr. δύσνους, δύσνουν, ill-affected, disaffected, τινί S.Ant.212; τῇ πόλει Th.2.60; πρὸς τὰ πράγματα X.HG2.1.2: abs., E.IT350, Plu.2.176b. Adv. δυσνόως Poll.2.230.

Spanish (DGE)

δύσνοον
• Alolema(s): contr. δύσνους, δύσνουν
I 1que tiene animadversión c. dat. τῇδε ... πόλει S.Ant.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.Tht.151d, cf. Phdr.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.AI 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.HG 2.1.2
hostil, enemigo δύσνουν με λήψεσθε E.IT 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.R.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.Herm.51
neutr. subst. τὸ δύσνουν = malevolencia Philostr.VA 5.36.
2 estúpido δ. καὶ ἰδιώτης καὶ δύσμορφος Isid.Pel.M.78.249D.
II adv. δυσνόως = con mala voluntad o disposición δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.in D.14.53, cf. Poll.2.230.

German (Pape)

[Seite 684] zsgzgn δύσνους, übel gesinnt, abgeneigt; τινί, Soph. Ant. 212; Eur. I. T. 350; in Prosa, Thuc. 2, 60 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
malveillant, hostile.
Étymologie: δυσ-, νόος.

Russian (Dvoretsky)

δύσνοος: стяж. δύσνους 2 неприязненный, враждебный (Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἐχθρικῶς διακείμενος πρός τινα, δυσμενής, τινι Σοφ. Ἀντ. 212, Εὐρ. Ι. Τ. 350, Θουκ. 2. 60· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 2, 12· ― πληθ. ὀνομ. δύσνοι Ξεν. αὐτόθι, Πλάτ. Πολ. 450D· ἀντίθ. εὔνους. ― Ἐπίρρ. δύσνως, Πολυδ. Β’, 230.

Greek Monotonic

δύσνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής, θυμωμένος, εχθρικός, τινι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.