διαχειροτονία: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diacheirotonia
|Transliteration C=diacheirotonia
|Beta Code=diaxeirotoni/a
|Beta Code=diaxeirotoni/a
|Definition=ἡ, [[choice between two]] persons or things, [[election]], <b class="b3">δ. ποιεῖν</b>, = [[διαχειποτονεῖν]], D. 24.25, ''IG''12(7).237.19 (Amorgos, ii/i B. C.); <b class="b3">δ. διδόναι</b> to allow [[a right of election]], Aeschin.3.39.
|Definition=ἡ, [[choice between two]] persons or things, [[election]], [[διαχειροτονίαν ποιεῖν]] = [[διαχειροτονεῖν]], D. 24.25, ''IG''12(7).237.19 (Amorgos, ii/i B. C.); [[διαχειροτονίαν διδόναι]] to [[allow a right of election]], Aeschin.3.39.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[votación a mano alzada para decidir entre dos opciones]] διαχειροτονίας γενομένης X.<i>HG</i> 1.7.34, cf. D.59.5<br /><b class="num">•</b>διαχειροτονίαν ποιεῖν [[poner a votación]] πότερον ... ἤ ... D.24.25, ποιέτωσαν διαχειροτονίαν τοῖς πα[ροῦ] σιν que pongan a votación entre los presentes</i>, <i>IG</i> 12(7).237.29 (Amorgos II/I a.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. διαχειροτονίαν διδόναι [[poner a votación]] ὅτῳ ... καὶ ὅτῳ μή D.22.9, διαχειροτονίαν διδόναι τῷ δήμῳ ofrecer a la asamblea una votación a mano alzada</i> Aeschin.3.39, cf. <i>ISmyrna</i> 587.9 (III/II a.C.).
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[votación a mano alzada para decidir entre dos opciones]] διαχειροτονίας γενομένης X.<i>HG</i> 1.7.34, cf. D.59.5<br /><b class="num">•</b>[[διαχειροτονίαν ποιεῖν]] = [[poner a votación]] πότερον ... ἤ ... D.24.25, ποιέτωσαν διαχειροτονίαν τοῖς παροῦσιν que pongan a votación entre los presentes</i>, <i>IG</i> 12(7).237.29 (Amorgos II/I a.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. [[διαχειροτονίαν διδόναι]] = [[poner a votación]] ὅτῳ ... καὶ ὅτῳ μή D.22.9, [[διαχειροτονίαν διδόναι τῷ δήμῳ]] = [[ofrecer a la asamblea una votación a mano alzada]] Aeschin.3.39, cf. <i>ISmyrna</i> 587.9 (III/II a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:55, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχειροτονία Medium diacritics: διαχειροτονία Low diacritics: διαχειροτονία Capitals: ΔΙΑΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: diacheirotonía Transliteration B: diacheirotonia Transliteration C: diacheirotonia Beta Code: diaxeirotoni/a

English (LSJ)

ἡ, choice between two persons or things, election, διαχειροτονίαν ποιεῖν = διαχειροτονεῖν, D. 24.25, IG12(7).237.19 (Amorgos, ii/i B. C.); διαχειροτονίαν διδόναι to allow a right of election, Aeschin.3.39.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
votación a mano alzada para decidir entre dos opciones διαχειροτονίας γενομένης X.HG 1.7.34, cf. D.59.5
διαχειροτονίαν ποιεῖν = poner a votación πότερον ... ἤ ... D.24.25, ποιέτωσαν διαχειροτονίαν τοῖς παροῦσιν que pongan a votación entre los presentes, IG 12(7).237.29 (Amorgos II/I a.C.)
tb. διαχειροτονίαν διδόναι = poner a votación ὅτῳ ... καὶ ὅτῳ μή D.22.9, διαχειροτονίαν διδόναι τῷ δήμῳ = ofrecer a la asamblea una votación a mano alzada Aeschin.3.39, cf. ISmyrna 587.9 (III/II a.C.).

German (Pape)

[Seite 613] ἡ, Entscheidung durch Abstimmen mit Handaufheben, Xen. Hell. 1, 7, 34; Dem. 59, 5; πότερον – ἤ, 24, 25; διδόναι τ ῷ δήμῳ, abstimmen lassen, Aesch. 3, 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
décision entre deux propositions ou choix entre deux concurrents par un vote à main levée.
Étymologie: διαχειροτονέω.

Russian (Dvoretsky)

διαχειροτονία:голосование поднятием рук Xen., Aeschin., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

διαχειροτονία: ἡ, ἐκλογὴ μεταξὺ δύο προσώπων ἢ πραγμάτων, ἐκλογὴ δι’ ἀνατάσεως χειρῶν, δ. ποιεῖν =διαχειροτονεῖν Δημ. 707. 25, κτλ.· δ. διδόναι, παρέχειν τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, Αἰσχίν. 59. 13.

Greek Monolingual

η (ΑΝ)
εκλογή, απόφαση ή έγκριση που λαμβάνεται με ανύψωση τών χεριών
(αρχ.; φρ. (για άρχοντες) «διαχειροτονίαν διδόναι» — δίνω το δικαίωμα εκλογής.

Greek Monotonic

διαχειροτονία: ἡ, εκλογή με ανάταση χειρών, επιλογή, σε Δημ., Αισχίν.

Middle Liddell

διαχειροτονία, ἡ, n [from διαχειροτονέω
election, Dem., Aeschin.

English (Woodhouse)

show of hands, vote by show of hands

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)