μελάγχιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melagchimos
|Transliteration C=melagchimos
|Beta Code=mela/gximos
|Beta Code=mela/gximos
|Definition=μελάγχιμον, ''poet.'' for [[μέλας]], [[black]], [[dark]], [[γυῖα]], [[στρατός]], A. ''Supp.''719,745 (lyr.); φάρη Id.''Ch.''11; [[πέπλοι]], [[οἶς]], E.''Ph.''372, ''El.''513; νύξ [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''301; <b class="b3">τὰ μ.</b> [[dark spots in snow]], X.''Cyn.''8.1, cf. Poll.5.66.—For the form cf. [[δύσχιμος]].
|Definition=μελάγχιμον, ''poet.'' for [[μέλας]], [[black]], [[dark]], [[γυῖα]], [[στρατός]], A. ''Supp.''719,745 (lyr.); φάρη Id.''Ch.''11; [[πέπλοι]], [[οἶς]], E.''Ph.''372, ''El.''513; νύξ [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''301; <b class="b3">τὰ μ.</b> [[dark spots in snow]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''8.1, cf. Poll.5.66.—For the form cf. [[δύσχιμος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:01, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχῐμος Medium diacritics: μελάγχιμος Low diacritics: μελάγχιμος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΙΜΟΣ
Transliteration A: melánchimos Transliteration B: melanchimos Transliteration C: melagchimos Beta Code: mela/gximos

English (LSJ)

μελάγχιμον, poet. for μέλας, black, dark, γυῖα, στρατός, A. Supp.719,745 (lyr.); φάρη Id.Ch.11; πέπλοι, οἶς, E.Ph.372, El.513; νύξ A.Pers.301; τὰ μ. dark spots in snow, X.Cyn.8.1, cf. Poll.5.66.—For the form cf. δύσχιμος.

German (Pape)

[Seite 117] (vgl. δύσχιμος), schwarz; λευκον ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, Aesch. Pers. 293, φάρεα, Ch. 11, γυῖα, Suppl. 700; πέπλος, Eur. Phoen. 375, γαίας πέδον, Rhes. 962; τὰ μελάγχιμα, = Vor., Poll. 5, 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir, sombre.
Étymologie: μέλας, -χιμος ; cf. δύσχιμος.

Russian (Dvoretsky)

μελάγχῐμος: черный, темный (φάρεα, γυῖα, νύξ Aesch.; πέπλοι, οἶς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχῐμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλας, μαῦρος, σκοτεινός, γυῖα, στρατὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 719, 745· φάρη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 11· πέπλοι, ὄϊς Εὐρ. Φοίν. 371, Ἠλ. 513· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, μ. νὺξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 301 ― τὰ μελάγχιμα, μαῦραι κηλῖδες ἐπὶ τῆς χιόνος, Ξεν. Κυν. 8, 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 66. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. δύσχιμος.

Greek Monolingual

μελάγχιμος, -ον (Α)
1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα
μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ' ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θ. χιμ-(μηδενισμένη βαθμίδα του θ. χειμ-, πρβλ. χεῖμα, χειμών), πρβλ. δύσχιμος].

Greek Monotonic

μελάγχῐμος: -ον, μαύρος, σκούρος, σε Αισχύλ., Ευρ. (σχηματίζεται από το μέλας, με κατάληξη -χιμος, όπως δύσ-χιμος από δυσ-).

Middle Liddell

μελάγχῐμος, ον
black, dark, Aesch., Eur. [Formed from μέλας, with termin. -χιμος, as δύσχιμος from δυσ-

English (Woodhouse)

black, of colour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)