débil: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀβλεμής]], [[ἀβλεπής]], [[ἀβληχρής]], [[ἀβληχρός]], [[ἀγχώμαλος]], [[ἀδράνεος]], [[ἀδρανής]], [[ἀδύναμος]], [[ἀδύνατος]], [[ἄεπτος]], [[ἀκιδνός]], [[ἄκικυς]], [[ἀκιρής]], [[ἀκιρός]], [[ἀκραγής]], [[ἀκράτωρ]], [[ἀμαλός]], [[ἀμαυρός]], [[ἀμβλύς]], [[ἀμβλύχρους]], [[ἀμενηνός]], [[ἀμενής]], [[ἀμυδρός]], [[ἀναλκής]], [[ἀνάπηρος]], [[ἄνευρος]], [[ἀνίσχυρος]], [[ἄνισχυς]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀραιός]], [[ἀραχνοειδής]], [[ἀργός]], [[ἄρρωστος]], [[ἀσθενής]], [[ἀσκελής]], [[ἀσύστροφος]], [[ἄτονος]], [[ἄτροφος]], [[ἀφαυρός]], [[βαιός]], [[βληχρός]], [[γλοιός]], [[διάλυτος]], [[ἔκλυτος]], [[ἐμπαθής]], [[ἐνδόσιμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:58, 11 November 2024
Spanish > Greek
ἀβλεμής, ἀβλεπής, ἀβληχρής, ἀβληχρός, ἀγχώμαλος, ἀδράνεος, ἀδρανής, ἀδύναμος, ἀδύνατος, ἄεπτος, ἀκιδνός, ἄκικυς, ἀκιρής, ἀκιρός, ἀκραγής, ἀκράτωρ, ἀμαλός, ἀμαυρός, ἀμβλύς, ἀμβλύχρους, ἀμενηνός, ἀμενής, ἀμυδρός, ἀναλκής, ἀνάπηρος, ἄνευρος, ἀνίσχυρος, ἄνισχυς, ἀπτόλεμος, ἀραιός, ἀραχνοειδής, ἀργός, ἄρρωστος, ἀσθενής, ἀσκελής, ἀσύστροφος, ἄτονος, ἄτροφος, ἀφαυρός, βαιός, βληχρός, γλοιός, διάλυτος, ἔκλυτος, ἐμπαθής, ἐνδόσιμος