ψιμύθιον: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(13_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] τό, = [[ψίμυθος]]; Ar. Plut. 1064; ψίμυθίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ [[τίς]] σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] τό, = [[ψίμυθος]]; Ar. Plut. 1064; ψίμυθίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ [[τίς]] σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψιμύθιον''': ἢ ψιμμύθιον (καὶ μεταγεν. [[ψιμίθιον]]), τό, ὡς τὸ [[ψίμυθος]], τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, [[ὅπερ]] μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς [[αὐτοῦ]] ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ [[ψίμυθος]], ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ [[ψιμύθιον]] ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ [[ὅμως]] δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, [[εἶναι]] ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 5 August 2017
English (LSJ)
(v. infr.), τό,
A = ψίμυθος, white lead, used as a pigment, esp. to whiten the skin of the face, Ar.Ec.878,929, Amips.3, Dialex.2.6, etc.; even for the hair, Pl.Ly.217d; ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ X.Oec.10.2; περιπεπλασμένη ψιμυθίοις... ἀνάπλεῳ ψιμυθίου, Eub.98, cf. Ar.Ec.1072; τῷ ψ. κεχρισμένος Jul.Or.7.233b; also used in salves, Gp.17.7.2, 18.15.3: for its preparation, v. Thphr.Lap.56. (Written ψιμίθιον in PCair.Zen.763.19, 789.11,12 (iii B. C.), IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), POxy.1088.4 (i A. D.), PLond.3.928.21, PMed.Strassb.p.4 (ii A. D.), and as v.l. in Dsc.5.88, etc.; ψιμμύθιον Jul. l. c., v. l. in GP. Il. cc.; ψιμμίθιον as v. l. in Dsc. l. c.: Aeol. ψημύθιον, acc. to Choerob. in Theod.1.201 H., Id. in An.Ox.2.241 (Ion. acc. to EM103.25): v. ψιμυθιόω.) [ῡ, Ar. ll. cc., etc.; ψῑ- indeterminate in these passages; ψῑμῡθίου in a hexam. (Nic.Al.75) might be due to metrical lengthening of ψῐ-: cf. ψίμυθος.]
German (Pape)
[Seite 1400] τό, = ψίμυθος; Ar. Plut. 1064; ψίμυθίῳ καταπεπλασμένη Eccl. 878, vgl. 929. 1072; εἴ τίς σου ξανθὰς οὔσας τὰς τρίχας ψιμυθίῳ ἀλείψειε Plat. Lys. 217 d.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμύθιον: ἢ ψιμμύθιον (καὶ μεταγεν. ψιμίθιον), τό, ὡς τὸ ψίμυθος, τὸ λευκὸν τοῦ μολύβδου, Λατ. cerussa, ὅπερ μετεχειρίζοντο πρὸς λεύκανσιν τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ προσώπου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 878, 929, 1072· ἔτι δὲ καὶ τῶν τριχῶν, παρὰ Πλάτ. ἐν Λυσ. 217D· ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ Ξεν. Οἰκ. 10, 2· περιπεπλασμέναι ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1· ― περὶ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ ἴδε Θεοφρ. περὶ Λίθ. 56. [ῡ, πλὴν ἐν Ἀνθ. Παλ. 11. 374, 408· ψῐ- ἐν τῷ ψίμυθος, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ψῑ- ἐν τῷ ψιμύθιον ἔν τινι ἑξαμέτρῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 75 ἐξ οὗ ὅμως δὲν ἀποδείκνυται ὅτι ἡ γραφὴ ψιμμ-, ὡς εὕρηται ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφων, εἶναι ὀρθή· ― τὰ ἀρχαιότατα καὶ δοκιμώτατα Ἀντίγραφα ἔχουσι τὴν δι’ ἁπλοῦ μ γραφήν].