ἥμερος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἥμερος''': Δωρ. ἅμ-, ον, Ἡρόδ. 5. 82, Πίνδ. Ν. 9. 100· (ἴδε περὶ τὸ τέλ.)· - ἀντίθ. [[ἄγριος]]. 1) [[ἥμερος]], ἡμερωμένος, Λατ. mansuetus, ἐπὶ ζῴων, χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς Ὀδ. Ο. 162· ἥμερα ζῷα, ἥμ. ἀγέλαι, κτλ., Πλάτ. Φαίδρ. 260Β, κτλ.· οὕτω, τὰ ἥμερα μόνον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6. 2) ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργημένος, Λατ. sativus, ἐλαίη Ἡρόδ. 5. 82· δένδρεα ὁ αὐτ. 4. 21., 8. 115· καρπός Πλάτ. Κριτί. 115Α· οὕτω, τά ἥμερα μόνον, ὁ αὐτ. Τιμ. 77Β· πρβλ. [[ἡμερίς]]. 3) ἐπί γαιῶν, καλλιεργημένος, γενόμενος [[εὔφορος]], ἡμερωτέρα [[χώρα]] Ἱππ. Ἀερ. 288· [[οὕτως]], ἡμερώταται ὁδοί, καλαί, ἥσυχοι (πρβλ. [[ἡμερόω]]), Πλάτ. Νόμ. 761 Α. 4) ἐπί ἀνθρώπων, [[ἥμερος]], [[πρᾶος]]. Λατ. mansuetus, çivilis, Ἡρόδ. 2. 30, Πίνδ. Π. 1. 136., 3. 12· ἄνδρες [[οὕτως]] ἥμεροι και φιλάνθρωποι Δημ. 530. 6· ἁμέροις χερσίν, αἰών [[ἅμερος]] Πίνδ. Ν. 8. 4., 9. 106· [[ἅμερος]] ἀστοῖς Ο. 13. 2· [[οὕτως]] ἐπί λέοντος, ἐν βιότου προτελείοις ἅμερον Αἰσχύλ. Ἀγ. 721· ἡμερώτερος [[αὐτόθι]] 1632, Ἡροδ. 2. 30. - Ἐπίρρ. -ρως, Πολύβ. 5. 54, 9· συγκρ. -ωτέρως, Πλάτ. Νόμ. 867D· ὑπερθ. -ώτατα. Δίων Κ. 58, 18. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς το [[ἧμαι]], [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ εἶνε: καθήμενος, [[ἥσυχος]]). | |lstext='''ἥμερος''': Δωρ. ἅμ-, ον, Ἡρόδ. 5. 82, Πίνδ. Ν. 9. 100· (ἴδε περὶ τὸ τέλ.)· - ἀντίθ. [[ἄγριος]]. 1) [[ἥμερος]], ἡμερωμένος, Λατ. mansuetus, ἐπὶ ζῴων, χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς Ὀδ. Ο. 162· ἥμερα ζῷα, ἥμ. ἀγέλαι, κτλ., Πλάτ. Φαίδρ. 260Β, κτλ.· οὕτω, τὰ ἥμερα μόνον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6. 2) ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργημένος, Λατ. sativus, ἐλαίη Ἡρόδ. 5. 82· δένδρεα ὁ αὐτ. 4. 21., 8. 115· καρπός Πλάτ. Κριτί. 115Α· οὕτω, τά ἥμερα μόνον, ὁ αὐτ. Τιμ. 77Β· πρβλ. [[ἡμερίς]]. 3) ἐπί γαιῶν, καλλιεργημένος, γενόμενος [[εὔφορος]], ἡμερωτέρα [[χώρα]] Ἱππ. Ἀερ. 288· [[οὕτως]], ἡμερώταται ὁδοί, καλαί, ἥσυχοι (πρβλ. [[ἡμερόω]]), Πλάτ. Νόμ. 761 Α. 4) ἐπί ἀνθρώπων, [[ἥμερος]], [[πρᾶος]]. Λατ. mansuetus, çivilis, Ἡρόδ. 2. 30, Πίνδ. Π. 1. 136., 3. 12· ἄνδρες [[οὕτως]] ἥμεροι και φιλάνθρωποι Δημ. 530. 6· ἁμέροις χερσίν, αἰών [[ἅμερος]] Πίνδ. Ν. 8. 4., 9. 106· [[ἅμερος]] ἀστοῖς Ο. 13. 2· [[οὕτως]] ἐπί λέοντος, ἐν βιότου προτελείοις ἅμερον Αἰσχύλ. Ἀγ. 721· ἡμερώτερος [[αὐτόθι]] 1632, Ἡροδ. 2. 30. - Ἐπίρρ. -ρως, Πολύβ. 5. 54, 9· συγκρ. -ωτέρως, Πλάτ. Νόμ. 867D· ὑπερθ. -ώτατα. Δίων Κ. 58, 18. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς το [[ἧμαι]], [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ εἶνε: καθήμενος, [[ἥσυχος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />apprivoisé :<br /><b>1</b> <i>en parl. d’animaux</i> non sauvage, domestique ; τὰ [[ἥμερα]] XÉN les animaux apprivoisés <i>ou</i> domestiques;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’arbres, de plantes</i> cultivé;<br /><b>3</b> <i>en parl. d’hommes</i> de mœurs cultivées, civilisé, doux, poli;<br /><i>Cp.</i> ἡμερώτερος, <i>Sp.</i> ἡμερώτατος.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἅμ-, in codd. of Pi. (v. infr.) and A. (v. infr.), but ἥμ- Tab.Heracl.1.172, ον, also α, ον Hdt.5.82, Pi.N.9.44, etc. (v. infr. 11). 1 tame, of animals, χῆνα φέρων . . ἥμερον ἐξ αὐλῆς Od.15.162; ἥ. ζῷα Pl.Phdr.260b; κρέα θήρεια καὶ τῶν ἡ. X.Cyr.1.3.6. 2 of plants and trees, cultivated, ἐλαίη Hdt.5.82; δένδρεα Id.4.21,8. 115; καρπός Pl.Criti.115a, cf. Ti.77b; τροφή, of corn, Corn.ND 2. 3 of countries, cultivated, reclaimed, ἡμερωτέρη χώρη Hp.Aër. 12; so ἡμερώταται ὁδοί smooth, easy roads, Pl.Lg.761a. 4 of men, civilized, gentle, Hdt.2.30 (Comp.), Pi.P.1.71,3.6; ἄνδρες οὕτως ἥ. καὶ φιλάνθρωποι D.21.49, cf. Phld.Ir.p.88W. (Sup.); ἁμέροις χερσίν, αἰὼν ἁ., Pi.N.8.3, 9.44; οἶκος ἅ. ἀστοῖς Id.O.13.2; so of a lion, ἐν βιότου προτελείοις ἅμερον A.Ag.721; κρατηθεὶς -ώτερος φανεῖ ib.1632, cf. Pl.Prt.326b, Isoc.9.67. Adv. -ρως Plb.5.54.9: Comp. -ωτέρως Pl.Lg.867d: Sup. -ώτατα D.C.57.18. 5 Medic., of tumours, benign, opp. κακοήθης, Leonid. ap. Aët.15.5. II Ἡμέρα, ἡ, title of Artemis in Arcadia, B.10.39, Call.Dian.236, IG5(2).398 (Lusi).
German (Pape)
[Seite 1166] ον (selten 3 Endgn, wie Pind. N. 9, 44 Her. 5, 82), zahm, gezähmt; von Thieren, im Ggstz zum wilden Naturzustande; χῆνα ἥμερον Od. 15, 161; ζῷον Plat. Soph. 222 b; θηρία Rep. IX, 588 c; Ggstz ἄγριος, Polit. 264 a, öfter; πολλὰ καὶ θήρεια (κρέα) καὶ τῶν ἡμέρων Xen. Cyr. 1, 3, 6; Ggstz ἀτίθασσα ζῷα, Hdn. 5, 6, 21; τὰ ἥμερα, Hausthiere. – Eben so von Pflanzen und Bäumen, die der Mensch gezogen und veredelt hat; ἐλαίη, Her. 5, 82; δένδρα, Ggstz ἄγριος, 4, 51. 8, 115; δένδρα Plat. Tim. 77 a; καρπός Critia. 115 a; τὰ ἥμεραXen. Cyn. 5, 5. - Uebertr. von Menschen, milde, sanft; οἶκος Pind. P. 1, 71; ἀστοῖς Ol. 13, 2; τέκτων P. 3, 6; ἅμερον, εὐφιλόπαιδα, Aesch. Ag. 703; κρατηθεὶς δ' ἡμερώτερος φανεῖ 1615; ἄνθρωποι ἥμεροι καὶ φιλάνθρωποι τοὺς τρόπους Dem. 21, 49; Sp., καὶ πρᾷος Hdn. 2, 4, 2; Artemis heißt ἡμέρη, οὕνεκα θυμὸν ἀπ' ἄγριον εἵλετο παίδων Callim. Dian. 236. Vgl. ἡμερήσιος. – Ἡμερώταται ὁδοί Plat. Legg. VI, 761 a, geebnete, gebahnte Wege, oder von wilden Thieren, Räubern u. dgl. gereinigt. – Adv. ἡμέρως, χρῆσθαι πᾶσι, mild umgehen mit Allen, Pol. 5, 54, 9; ἡμερωτέρως Plat. Legg. IX, 867 d; Plut. Alex. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἥμερος: Δωρ. ἅμ-, ον, Ἡρόδ. 5. 82, Πίνδ. Ν. 9. 100· (ἴδε περὶ τὸ τέλ.)· - ἀντίθ. ἄγριος. 1) ἥμερος, ἡμερωμένος, Λατ. mansuetus, ἐπὶ ζῴων, χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς Ὀδ. Ο. 162· ἥμερα ζῷα, ἥμ. ἀγέλαι, κτλ., Πλάτ. Φαίδρ. 260Β, κτλ.· οὕτω, τὰ ἥμερα μόνον, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6. 2) ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργημένος, Λατ. sativus, ἐλαίη Ἡρόδ. 5. 82· δένδρεα ὁ αὐτ. 4. 21., 8. 115· καρπός Πλάτ. Κριτί. 115Α· οὕτω, τά ἥμερα μόνον, ὁ αὐτ. Τιμ. 77Β· πρβλ. ἡμερίς. 3) ἐπί γαιῶν, καλλιεργημένος, γενόμενος εὔφορος, ἡμερωτέρα χώρα Ἱππ. Ἀερ. 288· οὕτως, ἡμερώταται ὁδοί, καλαί, ἥσυχοι (πρβλ. ἡμερόω), Πλάτ. Νόμ. 761 Α. 4) ἐπί ἀνθρώπων, ἥμερος, πρᾶος. Λατ. mansuetus, çivilis, Ἡρόδ. 2. 30, Πίνδ. Π. 1. 136., 3. 12· ἄνδρες οὕτως ἥμεροι και φιλάνθρωποι Δημ. 530. 6· ἁμέροις χερσίν, αἰών ἅμερος Πίνδ. Ν. 8. 4., 9. 106· ἅμερος ἀστοῖς Ο. 13. 2· οὕτως ἐπί λέοντος, ἐν βιότου προτελείοις ἅμερον Αἰσχύλ. Ἀγ. 721· ἡμερώτερος αὐτόθι 1632, Ἡροδ. 2. 30. - Ἐπίρρ. -ρως, Πολύβ. 5. 54, 9· συγκρ. -ωτέρως, Πλάτ. Νόμ. 867D· ὑπερθ. -ώτατα. Δίων Κ. 58, 18. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς το ἧμαι, ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ εἶνε: καθήμενος, ἥσυχος).
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
apprivoisé :
1 en parl. d’animaux non sauvage, domestique ; τὰ ἥμερα XÉN les animaux apprivoisés ou domestiques;
2 en parl. d’arbres, de plantes cultivé;
3 en parl. d’hommes de mœurs cultivées, civilisé, doux, poli;
Cp. ἡμερώτερος, Sp. ἡμερώτατος.
Étymologie: DELG étym. ignorée.