ἄνθος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> une pousse;<br /><b>2</b> fleur ; <i>fig.</i> ἥβης [[ἄνθος]] IL, ὥρας [[ἄνθος]] XÉN la fleur de la jeunesse ; [[ἄνθος]] Ἀργείων ESCHL, Περσίδος αἴας ESCHL le fleur des Argiens, de la Perse, <i>càd</i> les plus vaillants, les plus nobles ; [[ἄνθος]] ἔρωτος ESCHL un amour dans toute sa fraîcheur <i>ou</i> dans toute sa force ; <i>p. ext.</i> couleur brillante, éclat.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀθ pousser ; cf. [[ἀθήρ]] ; DELG cf. [[ἀνήνοθε]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> une pousse;<br /><b>2</b> fleur ; <i>fig.</i> ἥβης [[ἄνθος]] IL, ὥρας [[ἄνθος]] XÉN la fleur de la jeunesse ; [[ἄνθος]] Ἀργείων ESCHL, Περσίδος αἴας ESCHL le fleur des Argiens, de la Perse, <i>càd</i> les plus vaillants, les plus nobles ; [[ἄνθος]] ἔρωτος ESCHL un amour dans toute sa fraîcheur <i>ou</i> dans toute sa force ; <i>p. ext.</i> couleur brillante, éclat.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀθ pousser ; cf. [[ἀθήρ]] ; DELG cf. [[ἀνήνοθε]].
}}
{{Autenrieth
|auten=εος: [[blossom]], [[flower]]; [[fig]]., ἥβης [[ἄνθος]], Il. 13.484.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνθος Medium diacritics: ἄνθος Low diacritics: άνθος Capitals: ΑΝΘΟΣ
Transliteration A: ánthos Transliteration B: anthos Transliteration C: anthos Beta Code: a)/nqos

English (LSJ)

(A), ους, τό. gen. pl. ἀνθέων, freq. used for ἀνθῶν, S.El.896, Hermipp.5,6, Eub.105, Aristag.3; but

   A ἀνθῶν Pherecr.46, Pl.Criti. 115a, X.Cyn.5.5:—blossom, flower, πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Il.2.89; ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας Od.6.231; βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Il.17.56; τέρεν' ἄνθεα ποίης Od.9.449; ἐπ' ἄνθεσιν ἵζειν Ar.Eq.403; δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Pl.Phd.110d; ἡ κατ' ἄνθη δίαιτα Id.Smp.196a; ἄνθεα τεθρίππων the chaplets of flowers which graced them, Pi.O.2.50, cf.7.80; [Δάφνιν] φέρβον μαλακοῖς ἄνθεσσι μέλισσαι, i.e. with honey, Theoc.7.81.    2 generally, anything thrown out upon the surface, eruption, προσώπου Hp.Coac.416; cf. ἐξανθέω. froth or scum, ἄ. οἴνου Gal.11.628, Gp.6.3.9,7.15.6; ἄνθη χαλκοῦ, = χάλκανθος, Nic.Th.257; ἄ. χαλκοῦ, v. χαλκός; ἄ. χρυσοῦ, = ἀδάμας, Poll.7.99.    3 in pl., embroidered flowers on garments, Hermipp.5,6, Pl.R.557c, Cypr. Fr.4.    II metaph., bloom, flower of life, ἥβης ἄ. Il.13.484, Pi.P. 4.158, A.Supp.663; ἥβης ἄνθεσι Sol.25; κουρήιον ἄ. h.Cer.108; ὥρας ἄ. X.Smp.8.14; παῖς καλὸν ἄ. ἔχων Thgn.994; χροιᾶς ἀμείψεις ἄ. the bloom of complexion, A.Pr.23; τὸ τοῦ σώματος ἄ. its youthful bloom, Pl.Smp.183e; ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄ. προλίπῃ Id.R.601b; also, the flower of an army and the like, ἄ. Ἄργους A.Ag.197; ἄ. Περσίδος αἴας Id.Pers.59, cf. 252,925, E.HF876 (lyr.); ὅ τι ἦν αὐτῶν ἄ. ἀπολώλει Th.4.133; ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων the choice flowers of new songs, Pi.O.9.48; τὸ σὸν . . ἄ, παντέχνου πυρὸς σέλας thy pride or honour, A.Pr.7; τὰ ἄνθη flowers or choice passages, elegant extracts, APl.4.274, Cic.Att.16.11.1.    2 like ἀκμή, the bloom, i.e. height of anything, bad as well as good, δηξίθυμον ἔρωτος ἄ. A.Ag.743; ἀκήλητον μανίας ἄ. S.Tr.999; ἀ. τοῦ νοῦ Procl.in Alc.p.248C., Dam.Pr. 70; τῆς οὐσίας Procl. in Ti.1.412D.; τῆς ψυχῆς ib.472D.    III brightness, brilliancy, as of gold, Thgn.452; χαλκήϊον ἄ. Orph.Fr. 174; of dyes, lustre, PHolm.17.37; freq. of purple, in sg., Pl. R.429d, Arist.HA547a7, J.AJ3.6.1; ἁλὸς ἄνθεα AP6.206 (Antip. Sid.); of bright colours generally, περιβόλαια παντὸς ἄνθους D.H.7.72; ἄ. θαλάσσιον seaweed dye, Ps.-Democr.Alch.p.42B.    IV ἄ. πεδινόν, = ἀνθεμίς, Ps.-Dsc.3.136.
ἄνθος (B), ὁ, a kind of

   A bird, perh. the yellow wagtail, Arist.HA 592b25,609b14, Ael.NA5.48.

German (Pape)

[Seite 233] τό (ἀνά, ἀνήνοθα, nicht von ἄω, ἄημι), 1) das Aufkeimende, τέρεν' ἄνθεα ποίης Od. 9, 449. Gew. Blüthe, Blume, von Hom. an überall. Häufig übertr., das Schönste, Ausgezeichnetste, wie unser: die Blüthe; ἥβης, die Jugendblüthe, blühendes Alter, Il. 13, 484, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον; πυρὸς ἄνθος von Aristarch verworfene v. l. Iliad. 9, 212 αὐτὰρ ἐπεὶ πυρὸς ἄνθος ἀπέπτατο, παύσατο δὲ φλόξ, s. Scholl. Didym.; ἄνθος ἥβας Pind. P. 4, 158; Aesch. Suppl. 649 u. öfter; κουρήϊον ἄνθος h. Cer. 108; ἡβώντων Soph. Tr. 540; ὥρας Xen. Symp. 8, 14; σώματος, Schönheit, Plat. Conv. 183 c, u. ohne Zusatz Rep. X, 601 b; ἀνδρῶν, Ἀργείων, die Blüthe der Männer, der Argiver, Aesch. Pers. 59. 889 Ag. 190. Auch von leblosen Dingen, χρημάτων ἐξαίρετον ἄνθος Ag. 929; ἔρωτος 623; ὕμνων Pind. Ol. 6, 105. 9, 52; ebenso ἀέθλων, τεθρίππων, Ὀλυμπιάδος, Ehre, Schmuck, 7, 80. 2, 55 N. 6, 65; ἄνθη, ohne weitern Zusatz, bei Cic. Att. 16, 11, die schönsten Stellen einer Schrift; auch von schlimmen Dingen, μανίας, der höchste Grad des Wahnsinnes, Soph. Tr. 995; ἀνίας frg. 182. Bei Aesch. Prom. 7 ist τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας interpungiren, u. nicht ἄνθος mit πυρός zu verbinden, deinen Schmuck, Schol. τὸν σὸν κόσμον. In ἄνθος οἴνου ist an flos vini, eine Art Kahm auf sehr altem edlen Wein zu denken; aber οἶνος λευκῷ πεπυκασμένος ἄνθει ist vom Schaume zu verstehen, Ath. – 2) die Blüthenpracht, Farbe, Farbenschimmer, Glanz, ἱμάτιον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον Plat. Rep. VIII, 557 c; ἄνθος καθαρόν, vom Glanz des Goldes, Theogn. 444; bes. vom Purpur, Plat. Rep. IV, 429 d; πρίνου ἄνθος, Scharlachfarbe, Simonid.; πορφύρας Plut. Bei Hippocr. προσώπου ἄνθη = ἐξανθήματα, Ausschlag.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνθος: -εος, ους, τό, γεν. πληθ. ἀνθέων, ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνθῶν (πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἀνθ’ ὧν καὶ τῆς μετοχ. τοῦ ῥήματος ἀνθέω, ἀνθῶν), Σοφ. Ἠλ. 896, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 3 καὶ 4, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 3, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 3 - 7· ἀλλ’ ἀνθῶν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλω» 7. Πιθαν. ἐκ √ΑΘ μετὰ παρεντεθειμένου Ν· πρβλ. ἀνθέω, ἄνθη, κτλ., ἀνθερεών, ἀνθέριξ, πρὸς τὰ ἀθήρ, ἀθάρη, καὶ ἴσως πρὸς τὰ Ἀθήνη, Ἀθῆναι· πρβλ. Σανσκρ. andhas (herba)· ὡσαύτως ἴσως Λατ. ador, adoreus. Ἴδε ὡσαύτως ἀνήνοθε). ἄνθος, πέτονται ἐπ’ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν Ἰλ. Β. 89· ὑακινθίνῳ ἄνθει ἐοικὼς Ὀδ. Ζ. 231· βρύει ἄνθεϊ λευκῷ Ἰλ. Ρ. 56· τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ὀδ. Ι. 449· ἐπ’ ἄνθεσιν ἵζειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 403· δένδρα καὶ ἄνθη καὶ καρπούς Πλάτ. Φαίδων 110D· ἡ κατ’ ἄνθη δίαιτα ὁ αὐτ. Συμπ. 196Α· ἄνθεα τεθρίππων, οἱ ἐξ ἀνθέων στέφανοι, οἱ περικοσμοῦντες αὐτά, Πινδ. Ο. 2. 91, πρβλ. 7. 147. 2) ἡ ἄνθησις, ὁ καρὸς τῆς ἀνθήσεως, κουρήιον ἄνθος ἔχουσαι, Ρουγκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 108. 3) πᾶν ἐρύθημαἐξάνθημα τοῦ προσώπου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, ἴδε ἐν λ. ἐξανθέω: ἄνθος οἴνου, Λατ. flos vini, εἶδός τι εὐρῶτος (μούχλας) σχηματιζομένου ἐπὶ οἴνου λίαν παλαιοῦ, ἢ ἀφρὸς ὅστις καὶ νῦν ὀνομάζεται ἄνθος, διακρίνουσι δὲ ἐξ αὐτοῦ οἱ εἰδήμονες τὴν κατάστασιν τοῦ οἴνου: «ἔστι δοκιμάσαι τὸν οἶνον καὶ ἀπὸ τοῦ ἐπικειμένου καὶ ἐπιπολάζοντας αὐτῷ ἄνθους· ἐὰν ἐπιγένηται πορφυρίζον ἄνθος πλατὺ καὶ μαλακόν, ἀσφαλέστερός ἐστιν ο οἶνος, ἐὰν δὲ γλοιῶδες εἴη τὸ ἄνθος, οὐκ ἀγαθόν», κτλ. Γεωπ. VII. 15. 6· χαλκοῦ ἄνθος, ἴδε ἐν λ. χαλκός. ΙΙ. μεταφ., τὸ ἄνθος ἢ ἡ ἀκμὴ τῆς ἡλικίας, ἥβης ἄνθος Ἰλ. Ν. 484· ἥβης... ἐπ’ ἄνθεσι Σόλων 21· ὥρας ἄνθος Ξεν. Συμπ. 8, 14· καλὸν ἄνθος ἔχων Θεόγν. 994· σταθευτὸς δ’ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος, θ’ ἀπολέσῃς τὴν ἀνθηρότητα τῆς χροιᾶς σου, Αἰσχύλ. Πρ. 23· τὸ τοῦ σώματος ἄνθος, ἡ νεανικὴ αὐτοῦ ἀνθηρότης, Πλάτ. Συμπ. 183Ε· ὅταν [τὰ πρόσωπα] τὸ ἄνθος προλίπῃ ὁ αὐτ. Πολ. 601Β: - ὡσαύτως, τὸ ἄνθος στρατοῦ, κτλ., ἄνθος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 197· ἄνθος Περσίδες αἴας ὁ αὐτ. Πέρσ. 59, πρβλ. 252. 925, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 878· ὅ τι περ ἦν αὐτῶν ἄνθος ἀπωλώλει Θουκ. 4. 133, πρβλ. Ἑρμστερουσίου Λουκ. 1. 171· ἄνθεα ὕμνων νεωτέρων, τὰ ἐκλεκτότατα τῶν νέων ᾀσμάτων, Πινδ. Ο. 9. 74· τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας, τὸ σὸν ἐξαίρετον γέρας, Αἰσχύλ. Πρ. 7: - τὰ ἄνθῃ, ἐκλεκτὰ χωρία ἢ ταμάχια, γλαφυρὰ ἀποσπάσματα συγγραφέων, Ἀνθ. Πλαν. 274, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 1. 2) ἀκμή, τὸ ὕψιστον σημεῖον παντὸς πράγματος καλοῦ ἢ κακοῦ, δηξίθυμον ἔρωτος ἄνθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· ἀκήλητον μανίας ἄνθος Σοφ. Τρ. 1000· πρβλ. ἀνθηρὸς 1. ἐν τέλ. ΙΙΙ. λαμπρότης, στιλπνότης, οἵα ἡ τοῦ χρυσοῦ, αἰεὶ δ’ ἄνθος ἔχει καθαρὸν Θέογν. 452: ἐντεῦθεν κατὰ πληθ. λαμπραὶ βαφαί, ἀνθηρὰ χρώματα, Meineke Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 4· ἱμάτιον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον Πλάτ. Πολ. 557C: - ἰδίως ἐπὶ τῆς πορφύρας, καθ’ ἐν., αὐτόθι 429D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 15, 6· ἀλὸς... ἄνθεσι Ἀνθ. Π. 6. 206· ἴδε Βέλκερ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 11, 14, καὶ ἴδε ἄνθινος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 une pousse;
2 fleur ; fig. ἥβης ἄνθος IL, ὥρας ἄνθος XÉN la fleur de la jeunesse ; ἄνθος Ἀργείων ESCHL, Περσίδος αἴας ESCHL le fleur des Argiens, de la Perse, càd les plus vaillants, les plus nobles ; ἄνθος ἔρωτος ESCHL un amour dans toute sa fraîcheur ou dans toute sa force ; p. ext. couleur brillante, éclat.
Étymologie: R. Ἀθ pousser ; cf. ἀθήρ ; DELG cf. ἀνήνοθε.

English (Autenrieth)

εος: blossom, flower; fig., ἥβης ἄνθος, Il. 13.484.