γλυκύς: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εῖα, ύ;<br />doux, <i>càd</i> :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> de saveur douce;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> doux, agréable, charmant, délicieux;<br /><b>2</b> <i>avec une nuance d’ironie</i> d’humeur douce et facile, simple, bénévole;<br /><i>Cp.</i> [[γλυκίων]], <i>att.</i> [[γλυκύτερος]] ; <i>Sp.</i> [[γλύκιστος]] <i>ou</i> γλυκύτατος.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec le <i>lat.</i> dulcis. | |btext=εῖα, ύ;<br />doux, <i>càd</i> :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> de saveur douce;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> doux, agréable, charmant, délicieux;<br /><b>2</b> <i>avec une nuance d’ironie</i> d’humeur douce et facile, simple, bénévole;<br /><i>Cp.</i> [[γλυκίων]], <i>att.</i> [[γλυκύτερος]] ; <i>Sp.</i> [[γλύκιστος]] <i>ou</i> γλυκύτατος.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec le <i>lat.</i> dulcis. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=εῖα, ύ, comp. [[γλυκίων]]: [[sweet]]; [[νέκταρ]], Il. 1.598; metaph., [[ὕπνος]], [[ἵμερος]], [[αἰών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
εῖα (
A -ῆα Herod.4.2), ύ (-ύν IG14.1890), sweet to the taste or smell, νέκταρ Il.1.598; οἶνος Epich.124, etc.; γλυκὺ ὄζειν Cratin.Jun. 1, prob. in Crates Com.2; opp. ὀξύς, Hp.Vict.2.55; opp. δριμύς, Plu. 2.708e: mostly metaph., even in Hom., pleasant, delightful, ἵμερος, ὕπνος, Il.3.139, Od.2.395; γ. αἰών 5.152, Hdt.7.46; πόλεμος γλυκίων γένετ' ἠὲ νέεσθαι Il.2.453; οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων Od.9.34, cf. Pi.N.5.2, E.Med.1036, etc.; γλυκύ [ἐστι], c. inf., A.Pr.698, Alex. 210; θανεῖν γλύκιστον B.3.47; ὅτῳ . . μηδὲν ἦν ἰδεῖν γλυκύ S.OT1335 (lyr.), cf.1390. b of water, sweet, fresh, Xenoph.1.8, etc.; opp. πικρός, Hdt.4.52; opp. ἁλμυρός, Arist.Mete.355a33, etc. 2 after Hom. (but v. supr.), of persons, sweet, dear, γλυκεῖα (v.l. -ῆα) μᾶτερ Sapph. 90; γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου S.OC106: c. inf., γ. φρὴν συμπόταισιν ὁμιλεῖν Pi.P.6.52; freq. in epitaphs, IG14.1472 (Sup.), etc.; also ὑπὲρ τῆς γλυκυτάτης πατρίδος τελευτῆσαι POxy.33i13 (ii A. D.); ὦ γλυκύτατε my dear fellow, Ar.Ach.462, cf. Ec.124; sts. in bad sense, simple, silly, ὡς γ. εἶ! Pl.Hp.Ma.288b; also applied κατ' ἀντίφρασιν to a swine, Gal.18(2).611; γλυκὺ πνεῖον, of mustard, Matro Conv.90. II as Subst., ὁ γ. (sc. οἶνος) grape-syrup, Alex. 59, 172.14, Arist.Pr.875b2, Herod.6.77, POxy.1088.51; also τὸ γ. Nic.Al.386, POxy.234ii6 (ii/iii A. D.). b of the eye of Polyphemus, Theoc.6.22. 2 ἡ γ., = γλυκύρριζα, Thphr.HP9.13.2. 3 ἡ γ., = χολή, Sch.Nic. Th.594. III Comp. and Sup. γλυκίων Od.9.34; γλύκιστος B.3.47, Ael.NA12.46, etc.; also γλυκύτερος, -τατος Pi.O.1.109, 19, etc.; γλύσσων Xenoph.38.2. IV Adv. -κέως Poll.4.24. (Perh. fr. *δλυκύς, cf. Lat. dulcis.)
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύς: -εῖα, ύ, ὁ ἡδὺς τὴν γεῦσιν, γλυκύς, νέκταρ Ἰλ. Α. 598, κτλ.· γλυκὺ ὄζειν Κράτης Γειτ. 2, Κρατῖν. Νεώτ. Γίγασι 1· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ. ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ., γλυκύς, εὐφρόσυνος, εὐχάριστος, ἵμερος, ὕπνος, κτλ.· γλ. αἰὼν Ὀδ. Ε. 152. πόλεμος Ἰλ. Β. 453· πατρὶς καὶ τοκῆες Ὀδ. Ι. 34· συχν. παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ― γλυκύ ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 698, Ἄλεξ. Συναπ. 2· ὅτῳ … μηδὲν ἦν ἰδεῖν γλυκὺ Σοφ. Ο. Τ. 1335, πρβλ. 1390. β) ἐπὶ ὕδατος, γλυκύ, καλόν, πόσιμον, ἀντίθ. τῷ πικρός, Ἡρόδ. 4. 52· καὶ τῷ ἁλμυρός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 12, κτλ. 2) μεθ’ Ὅμηρ.. ἐπὶ προσ., ἀγαπητός, προσφιλής, (πρβλ. ἡδὺς II. 1), γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου Σοφ. Ο. Κ. 106· μετ’ ἀπαρ., γλ. ὁμιλεῖν Πίνδ. II. 6. 52· ὦ γλυκύτατε, ἀγαπητέ μου φίλε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 462, πρβλ. Ἐκκλ. 124· ― ἐνίοτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὰ ἡδύς, εὐήθης, ἁπλοῦς, μωρός, ἀνόητος, ὡς γλυκὺς εἶ! Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288B· πρβλ. γλύκων. II. ὡς οὐσιαστ., ὁ γλυκὺς (ἐνν. οἶνος), Λατ. passum vinum, ὁ μὴ ὑποστὰς ζύμωσιν μετὰ τῶν στεμφύλων, Ἄλεξ. Δρωπ. 1, Πανν. 1. 14, Ἀριστ. Προβλ. 3. 28· ὡσαύτως, τὸ γλυκὺ Νίκ. Ἀλ. 386. 2) ἡ γλυκεῖα, = γλυκύρριζα, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 13, 2. 3) ἡ γλυκεῖα, = χολή, Ἐπιφάν. 2. σ. 485, Σχολ. εἰς Νικ. Θ. 595, κατὰ ἀττικήν τινα ἀντίφρασιν, ἴδε Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 538, 8· ― οὕτως ἐφαρμόζεται καὶ εἰς σῦν, Γαλην. 18. 2, 611· εἰς τὸ σίναπι, Μάτρων παρ’ Ἀθην 136D. III. συγκρ. καὶ ὑπερθ. γλυκίων (Ὅμ.), γλύκιστος Αἰλ. π. Ζ. 12. 46, κτλ.· ὡσαύτως γλυκύτερος, -τατος Πίνδ. καὶ Ἀττ. ὡσαύτως γλύσσων (γλύκjων, ὡς ἐλάσσων ἐκ τοῦ ἐλάχjων), Ξενοφάν. ἐν τῷ Et. Gud. 301· πρβλ. γλύκιος. IV. ἐπίρρ. –κέως Πολυδ. Δ΄, 24. (Πρβλ. Σανσκρ. gul-yam (γλυκύτης), Λιθ. gar-dùs (εὐειδής, θελκτικός), καὶ ἴσως Λατ. glutire· ἡ συσχέτησις τῶν Λατ. dulcis, dulcedo εἶναι ἔτι μᾶλλον ἀμφίβολος· περὶ δὲ τῆς ὑποτιθεμένης λέξεως δεῦκος ἴδε ἐν λ. ἀδευκής).
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
doux, càd :
I. au pr. de saveur douce;
II. fig. 1 doux, agréable, charmant, délicieux;
2 avec une nuance d’ironie d’humeur douce et facile, simple, bénévole;
Cp. γλυκίων, att. γλυκύτερος ; Sp. γλύκιστος ou γλυκύτατος.
Étymologie: apparenté avec le lat. dulcis.
English (Autenrieth)
εῖα, ύ, comp. γλυκίων: sweet; νέκταρ, Il. 1.598; metaph., ὕπνος, ἵμερος, αἰών.