λευγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />malheureux, digne de pitié ; <i>en parl. de choses</i> triste, déplorable.<br />'''Étymologie:''' R. Λυγ, pleurer ; cf. [[λυγρός]].
|btext=α, ον :<br />malheureux, digne de pitié ; <i>en parl. de choses</i> triste, déplorable.<br />'''Étymologie:''' R. Λυγ, pleurer ; cf. [[λυγρός]].
}}
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[λυγρός]], [[λοιγός]]): [[mournful]], [[miserable]].—Adv., [[λευγαλέως]], Il. 13.732.
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευγᾰλέος Medium diacritics: λευγαλέος Low diacritics: λευγαλέος Capitals: ΛΕΥΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: leugaléos Transliteration B: leugaleos Transliteration C: levgaleos Beta Code: leugale/os

English (LSJ)

α, ον, (v. λυγρός):    1 of persons, in sad or sorry plight, wretched, πτωχῷ λ. ἐναλίγκιον Od.16.273; λ. ἐσόμεσθα 2.61. Adv. -έως, χωρεῖν to go in ill plight, Il.13.723.    II of conditions, etc., sore, baneful, νῦν δέ με λ. θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι, i.e. by drowning, 21.281, cf. Od.15.359; κήδεσιν . . λευγαλέοισι ib.399; ἄλγεσι λ. 20.203; πολέμοιο μεθήσετε λ. Il.13.97; ἐν δαῒ λ. 14.387; φρεσὶ λ. πιθήσας 9.119; λ. ἐπέεσσιν 20.109; ἤθεα λ. Hes.Op.525; ποινή ib.754; κόρος Thgn.1174; ἀνῖαι A.R.1.295; κέντρον Nic.Th. 836.    2 rarely of material objects, λ. χιτών sorry tunic, Philet. 17.    3 λευγαλέα· διάβροχος, Phot., cf. EM561.28 (prob. an error due to misunderstanding of S.Fr.785).

German (Pape)

[Seite 32] (vgl. λυγρός, lugeo, s. Buttm. Lexil. I p. 19), traurig, unglücklich, elend, πτωχὸς λευγαλέος, ein kummervoller, jammervoller Bettler, Od. 16, 273. 17, 202 u. sonst; λευγαλέοι ἐσόμεσθα, wir werden schlimm daran sein, weil wir keinen Widerstand leisten können, also hülflos, rettungslos verloren, Od. 2, 61; θάνατος, ein jammervoller Tod, im Ggstz des schmerzlosen, natürlichen Todes, in der Schlacht, Il. 21, 281, im Wasser, Od. 5, 312, durch den Strick, 15, 359; κήδεα, ἄλγεα, traurige Sorgen, klägliche Leiden, Od. 15, 399. 20, 203; πόλεμος, ein unheilvoller, trauriger Krieg, Il. 13, 97; δαΐς, eine unheilvolle Schlacht, 14, 387; μὴ δέ σε πάμπαν λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειαῖς, unheilvolle, böse, harte Worte, 20, 109; auch φρένες λευγαλέαι, unheilvoller Sinn, 9, 119, wo die Schol. δεινός, ὀλέθριος erkl., und man keine akt. Bdtg unheilbringend, unheildrohend anzunehmen braucht. So auch die folgdn Dichter, ἤθεα λευγαλέα, traurige Wohnsitze, Hes. O. 527, ποινή 756; κόρος Theogn. 1174; Sp., ἀνίαι Ap. Rh. 1, 295, φόνος 619, öfter; λευγαλέοιο τυπεὶς ὑπὸ κέντρου Nic. Th. 836. Auch von der Kleidung, λευγ. χιτὼν πεπινωμένος Philet. bei Strab. III, 168. – Nach E. M. soll es bei Soph. fr. 904 auch διάβροχος bedeutet haben, – Adv., λευγαλέως νηῶν ἄπο καὶ κλισιάων Τρῶες ἐχώρησαν ποτὶ Ἴλιον, sie würden schlimm weggekommen sein, wie λευγαλέως ἐφόβησαν, Ap. Rh. 2, 129. 3, 703.

Greek (Liddell-Scott)

λευγᾰλέος: -α, -ον, (ἴδε λυγρός)· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἐν λυπηρᾷ καταστάσει, δυστυχής, ἐλεεινός, οἰκτρός, πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιοι Ὀδ. Π. 273, πρβλ. Ρ. 202· λευγαλέοι ἐσόμεθα Β. 61· οὕτω, λευγαλέως χωρεῖν, ὀλεθρίως, ἀδόξως, Ἰλ. Ν. 723. ΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, κτλ., οἰκτρός, δυστυχής, ὀλέθριος, λυπηρός, θλιβερός, νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι, δηλ. τῷ διὰ πνιγμοῦ, Ἰλ. Φ. 281, Ὀδ. Ε. 312· λευγαλέῳ θανάτῳ, δεινῷ θανάτῳ προελθόντι ἐκ μεγάλης λύπης ἢ διότι ἐκρεμάσθη, Ο. 359· κήδεσι... λευγαλέοισιν Ο. 399· ἄλγεσι λ. Υ. 203· πολέμοιο μεθήσετε λ. Ἰλ. Ν. 97· ἐν δαῒ λ. Ξ. 387· φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας Ι. 119· λευγαλέοις ἐπέεσι Υ. 109· λ. ἤθεα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 523· ποινὴ 752· ― ἡ λέξις εἶναι σπανία παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς λ. κόρος Θέογν. 1174· ἀνίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 295. 2) σπανίως ἐπὶ ἐξωτερικῶν πραγμάτων, λ. χιτών, ἐλεεινός, Φιλητ. παρὰ Στράβ. 168. 3) τὸ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 904, μύρον λευγαλέον ἑρμηνεύεται παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. διὰ τοῦ ὑγρόν, παρὰ δὲ Φωτ. διὰ τοῦ διάβροχον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
malheureux, digne de pitié ; en parl. de choses triste, déplorable.
Étymologie: R. Λυγ, pleurer ; cf. λυγρός.

English (Autenrieth)

(cf. λυγρός, λοιγός): mournful, miserable.—Adv., λευγαλέως, Il. 13.732.