ὠδίς: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(Autenrieth) |
(sl1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ῖνος: pl., pains of labor, [[travail]], Il. 11.271†. | |auten=ῖνος: pl., pains of labor, [[travail]], Il. 11.271†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ὠδῑς</b> (-ῖνος, -ῖνα, -ίνεσσι, -ῖσιν.)<br /> <b>a</b> [[labour]], childbirth ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς [[φάος]] (ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil.) (O. 6.43) [[τέκε]] οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον [[σθένος]] υἱῶν (P. 9.85) [[ἐπεὶ]] σπλάγχνων [[ὕπο]] ματέρος [[αὐτίκα]] θαητὰν ἐς αἴγλαν [[παῖς]] Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.36) ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν fr. 33d. 3. ἁνίκ' [[ἀγανόφρων]] Κοίου [[θυγάτηρ]] λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.14)<br /> <b>b</b> pregnancy κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις (O. 6.31) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 17 August 2017
English (LSJ)
(A.Ch.211, Pl.Ep.313a), ῖνος, ἡ: Ep. dat. pl.
A ὠδίνεσσι h.Ap. 92, Theoc.17.61, etc.: later nom. ὠδίν LXXIs.37.3, 1 Ep.Thess.5.3:— mostly in pl., pangs or throes of childbirth, πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι Il. 11.271; τέκε . . ἐν μόναις ὠδῖσιν . . διδύμων σθένος υἱῶν at a single birth, Pi.P.9.85; πόνους ἐνεγκοῦσ' ἐν ὠδῖσι E.Supp.920 (lyr.); ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89 (lyr.), cf. Ion452 (lyr.); αἱ δἰ ὠδίνων γοναί Id.Ph.355: also in sg., Pi.O.6.43, N.1.36, S.OC533 (lyr.); γυνὴ φεύγει πικρὰν ὠδῖνα παίδων Id.Fr.932. 2 in sg. also, that which is born amid throes, child, παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα A.Ag. 1418, cf. Pi.O.6.31, E.Ion45; θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας, Λατοῦς ὠδῖνα (fort. ὠδῖνι) φίλαν Id.IT1102 (lyr.); ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, of young birds, Id.HF1040: pl., children, AP7.549 (Leon.Alex.); ὀρταλίχων ἁπαλὴ ὠδίς, of eggs, Nic.Al.165; τοῦ ᾠοῦ ἐν ὠδῖνι ὄντος Arist.HA560b22; ὠ. Θαλάσσας, of Aphrodite, AP9.386; ὠδὶς μελίσσης, of honey, Nonn.D.5.228, al. II metaph., travail, anguish, A.Ch.211, Supp.770 (both sg.): also in pl., of love, ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται S.Tr.42, cf. Pl.R.574a, Phdr.251e: freq. in LXX, Ex.15.14, al., Ev.Matt.24.8. 2 fruit of the mind's travail, τῆς ἐμῆς ὠ. Luc.Dem.Enc.25; λόγων ὠδῖνες Him. Or.18.3; ἐπέων Tryph.117. 3 ὠδῖνες θανάτου, ᾅδου, the bonds of death, LXX 2 Ki.22.6, Ps.17(18).5, 6 (due to confusion of Heb. [hudot ]ēbel 'pang' with [hudot ]èbel 'cord'), cf. Act.Ap.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
ὠδίς: -ῖνος, ἡ· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. ὠδίνεσσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 92, Θεόκρ., κλπ.· ἡ ὀνομ. ὠδὶν μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδομ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, κοιλοπόνημα, πικρὰς ὠδίνας ἔχουσαι Ἰλ. Λ. 271· τέκε … ἐν μόναις ὠδῖσιν… διδύμων σθένος υἱῶν, μὲ ἓν κοιλοπόνημα, Πινδ. Π. 9. 149· πόνους ἐνεγκοῦσ᾿ ἐν ὠδῖσιν Εὐρ. Ἱκέτ. 920· ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 89, πρβλ. Ἴωνα 452· αἱ δι᾿ ὠδίνων γοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 355· ἐν τῷ ἑνικῷ, ἦλθεν δ᾿ ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ᾿ ὠδῖνός τ᾿ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα, ἐγεννήθη εὐθέως ἐκ τῆς γαστρὸς ἐξ ἐπεράστου ὠδῖνος ὁ Ἴαμος καὶ ἦλθεν εἰς τὸ φῶς, Πινδ. Ο. 6. 74, Ν. 1. 55, Σοφ. Ο. Κ. 533· γυνὴ φεύγει πικρὰν ὠδῖνα παίδων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 670. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ ὡσαύτως, τὸ ἐν πόνοις γεννώμενον, τέκνον, γόνος, παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1417, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 51, Εὐρ. Ἴωνα 45· Λατοῦς ὠδῖνα φίλαν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1102· ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, ἐπὶ νεοσσῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1040· ἐν τῷ πληθ., παιδία, τέκνα, Ἀνθ. Π. 7. 549· οὕτως, ὀρταλίχων ἁπαλὴ ὠδίς, ἐπὶ ᾠῶν, τοῦ ᾠοῦ ἐν ὠδῖνι ὄντος Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 23, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 165· ὠδ. θαλάσσης, ἡ Ἀφροδίτη, Ἀνθ. Π. 9. 386· ὠδὶς μελίσσης, ἐπὶ τοῦ μέλιτος, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Νόννου· πρβλ. πόνος ΙΙΙ. ΙΙ. μεταφορ., πᾶσα ὀδύνη, ὀξὺ ἄλγος, ἀγωνία, Αἰσχύλ. Χο. 211, Ἱκέτ. 770 (παρ᾿ ἀμφοτέροις ἐν τῷ ἑνικ.)· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ πόθος, ἐπὶ ἔρωτος, ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὐτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται Σοφ. Τρ. 42, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 493Β, 574Β, Φαῖδρ. 251Ε· συχνάκις παρὰ τοῖς Ἑβδ., ἐν τῇ Καιν. Διαθ., καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. 2) ἐπίπονον ἔργον τοῦ πνεύματος, λόγων ὠδῖνες Ἱμέρ. 18. 3· ἐπέων Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 117· ὠδῖνες μηχανικαί, ἐπίνοιαι μηχανικαί, ἐφευρέσεις, Ἄννα Κομν. 2. 172. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ὠδῖνες θανάτου καλοῦνται τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἴδε Schleusher, καὶ πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. β´, 24.
French (Bailly abrégé)
ῖνος (ἡ) :
I. douleur de l’enfantement ; enfantement :
1 au propre;
2 p. ext. toute douleur violente, souffrance cruelle (physique ou morale);
II. fruit de l’enfantement, enfant, rejeton.
Étymologie: DELG forme isolée en grec, étym. incertaine, pê rac. *ed- « manger ».
English (Autenrieth)
ῖνος: pl., pains of labor, travail, Il. 11.271†.
English (Slater)
ὠδῑς (-ῖνος, -ῖνα, -ίνεσσι, -ῖσιν.)
a labour, childbirth ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος (ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil.) (O. 6.43) τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.85) ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.36) ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν fr. 33d. 3. ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος (Pae. 12.14)
b pregnancy κρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις (O. 6.31)