χόλος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(Autenrieth)
(sl1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. fel): [[gall]], Il. 16.203; [[then]], [[wrath]], of animals, [[rage]], Il. 22.94.
|auten=(cf. fel): [[gall]], Il. 16.203; [[then]], [[wrath]], of animals, [[rage]], Il. 22.94.
}}
{{Slater
|sltr=[[χόλος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[anger]] ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37) [[χόλος]] δ' [[οὐκ]] [[ἀλίθιος]] γίνεται παίδων [[Διός]] (P. 3.11) πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον (P. 11.23) ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις (N. 5.33)
}}
}}

Revision as of 12:22, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόλος Medium diacritics: χόλος Low diacritics: χόλος Capitals: ΧΟΛΟΣ
Transliteration A: chólos Transliteration B: cholos Transliteration C: cholos Beta Code: xo/los

English (LSJ)

ὁ, rarely in physical sense (= later χολή),

   A gall, bile, χόλῳ ἄρα σ' ἔτρεφε μήτηρ Il.16.203.    II generally, metaph., gall, bitter anger, wrath, οὐκ Ἀχιλῆϊ χ. φρεσίν Il.2.241; φρενῶν χ. E.Med.1266 (lyr.); χ. καὶ μῆνις Il.15.122; χ. λάβε τινά 1.387, etc.; χ. ἔδυ τινά 9.553; χ. δάμασσέ τινα 18.119; χ. ᾕρει τινά 4.23; χ. ἔμπεσε θυμῷ 9.436, etc.; χ. ἔχει θυμόν ib.675; ὅτε χ. ἵκοι τινά ib.525; οἰδάνεται κραδίη χόλῳ ib.646; χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (v. sub vocc.); σβέσσαι χ. ib.678; παῦσαι 1.192, etc.; ἐᾶν 9.260; μεθέμεν 1.283; ἐξακέσασθαι 4.36, Od.3.145; ἐκ χόλου μεταστρέψαι ἦτορ Il.10.107; χόλοιο μεταλήγειν (v. sub voc.); λήγειν Hes.Th.221; χόλου παύθη ib.533; ἐκ δὲ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9; λωφῆσαι A.Pr.378; πόσει πάρες χόλον E.IA1609; opp. ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Il.14.50; χ. ἔνθεο θυμῷ 6.326; χ. ἐνέχειν τινί Hdt.1.118, 6.119, 8.27; ἔχειν τινί E.Hec.1118; ὄρσαι Pi.P.11.23; κινεῖν E.Med.99 (anap.); Τυφὼς ἐξαναζέσει χ. A.Pr.372; χόλου ἄρξασθαι ib.201: c. gen. subj., a person's rage, χ. Ἥρης, Ἀθηναίης, Il.18.119 (v. supr.), Od.3.145 (v. supr.): also c. gen. obj., anger towards or because of a person, Il.6.335, 15.138; or anger for, because of a thing, τίνος χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν ἐλήλυθας; S.Ph.328; ὧν ἔχων χ. Id.Tr.269: also ὄφρα ἑ . . χόλου . . ἀθανάτοις παύσειεν h.Cer.350, cf. 410, E.HF840.    2 bitterness, ἔριδος χ. Sol.4.39.    3 cause of anger, AP11.381 (Pall.) —In Prose used only by Hdt. and late writers, as Luc.Am.2. (On the Root, v. χολή.)

German (Pape)

[Seite 1363] ὁ, in Prosa gew, χολή (w. m. s.), Galle; Hom., bes. als Ursache des Zornes, Hasses, μάλ' οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν Il. 2, 241, χόλῳ ἄρα σ' ἔτρεφε μήτηρ 16, 203; – dah. Zorn, Groll, Grimm : πὰρ Διὸς ἀθανάτοισι χόλος καὶ μῆνις ἐτύχθη 15, 122; χόλον πέσσειν 4, 513 u. öfter; χόλος ἔτ' ἔχει θυμόν 9, 675; χόλος ἔμπεσε θυμῷ 436 u. öfter; von einer Schlange Il. 22, 94; Hes.; Pind. βαρυπάλαμον ὄρσαι P. 11, 23; Tragg. oft; χόλος τινός, Zorn gegen Einen, auch τινί H. h. Cer. 351. 410; χόλον ἐνέχειν τινί Her. 1, 118, öfter; χόλος τινός auch Zorn wegen einer Sache, Soph. Phil. 327; χόλος μόχθων, das Bittere, Herbe der Leiden, Aesch. Prom. 313; μέγαν χόλον σοι καὶ τέκνοισιν εἶχεν Eur. Hec. 1118; οὐδὲ παύσεται χόλος Med. 94; πόσει πάρες χόλον I. A. 1609; κινεῖ χόλον Med. 99; παύει δ' ἀργαλέης ἔριδος χόλον Solon bei Dem. 19, 255 ff.; einzeln bei Sp., wie Pallad. 6 (XI, 381), Luc. Amor. 2.

Greek (Liddell-Scott)

χόλος: σπανίως ἐπὶ τῆς φυσικῆς σημασίας, = χολή, χόλῳ σ’ ἄρα ἔτρεφε μήτηρ Ἰλ. Π. 203· ἀκολούθως ἡ σημασία αὕτη περιωρίσθη εἰς τὴν λέξιν χολή, ἴδε Λοβέκ. Proleg. Pattol. σ. 11. ΙΙ. καθόλου (μεταφορ.), ὡς τὸ Λατ. bilis, πικρὰ διάθεσις πρός τινα, ὀργή, ὀργὴ μετὰ μίσους, θυμὸς ἄγριος, Ὅμηρ., Ἡσίοδ., Ἡρόδ., καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς· ἕδρα αὐτοῦ ἦτο τὸ στῆθος, ἀλλὰ μάλ’ οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν, ἀλλὰ μεθήμων Ἰλ. Β. 241· (οὕτω, χ. φρενῶν Εὐρ. Μήδ. 1266)· χ. καὶ μῆνις Ἰλ. Ο. 122· χόλος λάβε τινὰ Α. 387, κλπ· ἔδυ τινὰ Ι. 553· δάμασσέ τινα Σ. 119· ᾕρει τινὰ Δ. 23· χόλος ἔμπεσε θυμῷ Ι. 436, κλπ.· χ. ἔχει θυμὸν αὐτόθι 675· ὅτε χ. ἵκοι τινὰ αὐτόθι 646· χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (ἴδε τὰς λέξεις)· χ. σβέσσαι αὐτόθι 678· παῦσαι Α. 192, κλπ.· ἐᾶν Ι. 260· μεθέμεν Α. 283· ἐξακέσασθαι Δ. 36, Ὀδ. Γ. 145· ὡσαύτως, ἐκ χόλου μεταστρέψαι τινὰ Ἰλ. Κ. 107· χόλοιο μεταλήγειν (ἴδε τὴν λέξιν)· λήγειν Ἡσ. Θ. 221· χόλου παύεσθαι αὐτόθι 533· λωφᾶν Αἰσχύλ. Πρ. 376· παριέναι χόλον τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 1609· ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Ἰλ. Ξ. 50· χόλον τόνδ’ ἔνθεο θυμῷ Ζ. 326· χ. ἐνέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 118, 6. 119., 8. 27· ἔχειν τινὶ Εὐρ. Ἑκ. 1118· ὄρσαι Πινδ. Π. 11. 38· κινεῖν Εὐρ. Μήδ. 99 ἐξαναζεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 370· χόλου ἄρχεσθαι αὐτόθι 199. ― μετὰ γενικ., χόλος τινὸς (γενικὴ ὑποκειμενική), ἡ ὀργή τινος, Ἰλ. Σ. 119, Ὀδ. Γ. 145, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ (γενικ. ἀντικειμενικὴ) ὀργὴ πρός τινα ἢ ἐξ αἰτίας τινός, Ἰλ. Ζ. 335, Ο. 138· (οὕτω, χόλος τινὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 351, 410, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 840, πρβλ. Schäf. εἰς Pors. Εὐρ. Φοίν. 948)· προσέτι (γενικ. πράγματος), θυμός, ὀργή ἐξ αἰτίας πράγματός τινος, Σοφ. Φιλ. 327, Τραχ. 268. 2) πικρία, χ. ἔριδος Σόλων 15. 38. 3) πρόξενος ὀργῆς, πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν Ἀνθ. Π. 11. 381. ― Τὸ χόλος εἶναι ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς τύπος τοῦ χολή· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν χρήσει μόνον παρ’ Ἡροδ. καὶ μεταγενεστέροις, οἷον Λουκ. ἐν Ἔρωσι 2. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. χολή).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bile ou fiel;
2 fig. colère, haine, ressentiment, rancune : χόλος τινός, colère éprouvée par qqn, ou au sujet de qqn ou de qch, rar. contre qqn ; χόλον ἔχειν τινός SOPH avoir du dépit ou du ressentiment au sujet de qqn ou de qch ; χόλον ἔχειν τινί EUR avoir du dépit ou être irrité contre qqn ; en parl. des animaux la fureur.
Étymologie: cf. χολή, lat. fel.

English (Autenrieth)

(cf. fel): gall, Il. 16.203; then, wrath, of animals, rage, Il. 22.94.

English (Slater)

χόλος
   1anger ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον οὐ φατὸν ὀξείᾳ μελέτᾳ (O. 6.37) χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός (P. 3.11) πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον (P. 11.23) ξεινίου πατρὸς χόλον δείσαις (N. 5.33)