ἀγώνιος: Difference between revisions
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> relatif aux jeux <i>ou</i> concours publics : ἀγώνιοι θεοί dieux qui président aux jeux publics ; Ζεὺς [[ἀγώνιος]] Zeus arbitre des combats;<br /><b>2</b> occupé par des luttes : [[ἀγώνιος]] σχολά SOPH repos agité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγών]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> relatif aux jeux <i>ou</i> concours publics : ἀγώνιοι θεοί dieux qui président aux jeux publics ; Ζεὺς [[ἀγώνιος]] Zeus arbitre des combats;<br /><b>2</b> occupé par des luttes : [[ἀγώνιος]] σχολά SOPH repos agité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγών]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰγώνιος</b> <br /> <b>a</b> competitive, of [[competition]] ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] (O. 10.63) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι (I. 5.7) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) [[κύνα]] Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a [[musical]] [[contest]] [[for]] hyporchemata) *fr. 107a. 2*.<br /> <b>b</b> epithet of [[Hermes]], [[patron]] of contests v. [[ἐναγώνιος]]. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ [[ἀγώνιος]] [[Ἑρμᾶς]] Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰγώνιος</b> <br /> <b>a</b> competitive, of [[competition]] ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] (O. 10.63) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι (I. 5.7) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) [[κύνα]] Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a [[musical]] [[contest]] [[for]] hyporchemata) *fr. 107a. 2*.<br /> <b>b</b> epithet of [[Hermes]], [[patron]] of contests v. [[ἐναγώνιος]]. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ [[ἀγώνιος]] [[Ἑρμᾶς]] Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60) | |sltr=<b>ᾰγώνιος</b> <br /> <b>a</b> competitive, of [[competition]] ἀγώνιον ἐν δόξᾳ [[θέμενος]] [[εὖχος]], ἔργῳ [[καθελών]] (O. 10.63) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι (I. 5.7) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) [[κύνα]] Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a [[musical]] [[contest]] [[for]] hyporchemata) *fr. 107a. 2*.<br /> <b>b</b> epithet of [[Hermes]], [[patron]] of contests v. [[ἐναγώνιος]]. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ [[ἀγώνιος]] [[Ἑρμᾶς]] Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60) | ||
}} | }} |
Revision as of 13:58, 17 August 2017
English (LSJ)
(A), ον,
A of or belonging to the contest, ἄεθλος ἀ. its prize, Pi.I.5(4).7; εὖχος Id.O.10(11).63; πούς Simon.29:— epith. of Hermes as president of games, Pi.I.1.60, cf. IG5(1).658; of Zeus as decider of the contest, S.Tr.26:—ἀ. θεοί, in A.Ag.513, Supp.189,242, Pl.Lg.783a, either gods in assembly, or the gods who presided over the great games (Zeus, Poseidon, Apollo, and Hermes), = ἀγοραῖοι θ., Eust.1335.58. 2 ἀγωνίῳ σχολᾷ S. Aj104, either pause from battle, or strenuous rest (oxymoron, cf. Sch.).
ἀ-γώνιος (B), ον,
A without angle, ἀ. σχῆμα ὁ κύκλος Arist.Metaph. 1020a35, cf. Thphr.HP3.14.2.
German (Pape)
[Seite 31] ohne Winkel, γωνία, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνιος: -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· εὖχος, ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· πούς, Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· ὡσαύτως καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι εἶναι πάντες οἱ δώδεκα μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων (ἤτοι Ζεύς, Ποσειδῶν, Ἀπόλων καὶ Ἑρμῆς), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ (κοινοβωμία), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, ἤτοι συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. εἶναι πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ χωρίον) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ μετὰ μακρὸν ἀγῶνα.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 relatif aux jeux ou concours publics : ἀγώνιοι θεοί dieux qui président aux jeux publics ; Ζεὺς ἀγώνιος Zeus arbitre des combats;
2 occupé par des luttes : ἀγώνιος σχολά SOPH repos agité.
Étymologie: ἀγών.
English (Slater)
ᾰγώνιος
a competitive, of competition ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι (I. 5.7) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a musical contest for hyporchemata) *fr. 107a. 2*.
b epithet of Hermes, patron of contests v. ἐναγώνιος. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60)
English (Slater)
ᾰγώνιος
a competitive, of competition ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι (I. 5.7) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a musical contest for hyporchemata) *fr. 107a. 2*.
b epithet of Hermes, patron of contests v. ἐναγώνιος. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60)