θάλεια: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(Autenrieth)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=fem. adj., [[δαίς]], [[bounteous]], [[plentiful]] [[repast]].
|auten=fem. adj., [[δαίς]], [[bounteous]], [[plentiful]] [[repast]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>θᾰλεια</b> f. adj. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fruitful]] ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (N. 10.53)
}}
}}

Revision as of 14:00, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλεια Medium diacritics: θάλεια Low diacritics: θάλεια Capitals: ΘΑΛΕΙΑ
Transliteration A: tháleia Transliteration B: thaleia Transliteration C: thaleia Beta Code: qa/leia

English (LSJ)

[θᾰ], ἡ,

   A rich, plentiful,: in Ep. always of banquets, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Od.8.76, Hes.Op.742; θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν Od. 3.420, cf. 8.99, Il.7.475; so later, Pherecr.152; πίνειν ἐν δαιτὶ θ. Hermipp.82.11; θ. ἑορτὴν ἀγάγωμεν Anacr.54; Δαὶς θ., πρεσβίστη θεῶν S.Fr.605; μοῖραν θάλειαν a goodly portion, Pi.N.10.53; θ. ἥβα bloom of youth, B.3.89; without δαίς, dub. cj. for θαλάσσης in Alex. Aet.3.15: in form and accent (cf. ἐλάχεια, λίγεια and Eust.742.36) a fem. Adj., as if from θαλύς: masc. θαλείοις στέφεσιν Emp.112.6.    II as Subst., = θαλία 1, in pl., Pl.R.573d (nisi hoc legend.).    2 v. θαλλία 11.    III as pr. n., Θάλεια, ἡ, one of the Muses, Hes.Th.77; later, the Muse of Comedy, Θαλίη AP9.505, cf. Plu.2.744f,746c.    2 one of the Graces, patroness of festive meetings, ib.778d; Θαλίη in Hes.Th.909.    IV Pythag. name for six, Theol.Ar.38.

German (Pape)

[Seite 1183] ἡ, bei Hom. in der Vrbdg δαιτὶ θαλείῃ u. δαῖτα θάλειαν, Il. 7, 475 Od. 3, 420. 8, 76. 99, d. i. blühendes, reichliches Mahl; nach Ath. II, 40 d bes. vom Opferschmause; Hes. O. 740; Soph. frg. 539; Pherecr. Ath. VIII, 364 b; ἑορτή Anacr. bei Ath. XV, 674 c; Pind. N. 10, 53 vrbdt μοῖρα θάλεια ἀγώνων, reichlicher Antheil. Es ist ein einzeln stehendes iem., wie vom masc. θαλύς statt θαλεῖα, vgl. θαλερός u. θαλία u. s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166. – Als subst. steht es seit Bekker Plat. Rep. IX, 573 d, κῶμοι καὶ θάλειαι, früher θαλίαι.

Greek (Liddell-Scott)

θάλεια: ἡ, θάλλουσα, ὡραία, ἄφθονος· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ εὐωχίας ἢ συμποσίων, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Ὀδ. Θ. 76, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 740· θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν Ὀδ. Γ. 420· φόρμιγξ διαιτὶ συνήορος... θαλείῃ Θ. 99· τίθεντο δὲ δαῖτα θάλ. Ἰλ. Η. 475· πρβλ. εἰλαπίνη τεθαλυῖα· οὕτω καὶ βραδύτερον, δαὶς θάλεια Σοφ. Ἀποσπ. 539· ἐπὶ δαῖτα θ. Φερεκρ. Χειρ. 2· πίνειν ἐν δαιτὶ θ. Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 11· θάλειαν ὁρτὴν ἀγάγωμεν Ἀνακρ. 54· μοῖραν θάλειαν, πλουσίαν μερίδα, Πίνδ. Ν. 10. 99. - Ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ἡ λέξ. θάλεια εἶνε φανερῶς ἐπίθ.· ἀλλὰ καὶ ἡ ποσότης καὶ ὁ τονισμὸς δεικνύουσιν ὅτι δὲν δύναται νὰ εἶνε θηλ. τοῦ θάλειος, ὅπερ πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἀνθολ. καὶ ἀναμφιβόλως ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τύπου θάλεια). Ἀνήκει εἰς τὴν μικρὰν τάξιν τῶν ἀνεξαρτήτων θηλ. ἐπιθέτων, οἷον τὸ πότνια. Τὸ ἀρσεν. ἔπρεπε νὰ ἦτο θάλυς, ὅπερ ἤδη παρίσταται διὰ τοῦ θῆλυςθαλερός· πρβλ. θάλεα, τά. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. θαλία ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Θάλεια, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, κατ’ ἀκριβολογίαν, ἡ θάλλουσα, Ἡσ. Θ. 77· βραδύτερον, ἡ Μοῦσα τῆς Κωμῳδίας, Θαλίη (οὕτως ἀναγνωστ. ἀντὶ Θάλεια) ἐν Ἀνθ. Π. 9. 505, πρβλ. Πλούτ. 2. 744F, 746C. 2) μία τῶν Χαρίτων, προστάτις τῶν ἑορταστικῶν πανηγύρεων, Πλούτ. 2. 778D· Θαλίη ἐν Ἡσ. Θ. 909. - Πρβλ. Εὐφροσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
florissant ; abondant.
Étymologie: fém. de *θάλειος ou de *θάλυς = θῆλυς.

English (Autenrieth)

fem. adj., δαίς, bounteous, plentiful repast.

English (Slater)

θᾰλεια f. adj.
   1 fruitful ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (N. 10.53)