θέλγω: Difference between revisions
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
(21) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ipf. θέλγε, iter. θέλγεσκε, fut. θέλξω, aor. ἔθελξα, [[pass]]. pres. opt. θέλγοιτο, aor. 3 pl. ἔθελχθεν: [[charm]], [[enchant]]; [[Hermes]] [[with]] his [[magic]] [[wand]], [[ἀνδρῶν]] ὄμματα θέλγει, ‘charms’ [[their]] eyes, ‘entrances,’ puts [[them]] to [[sleep]], Il. 24.343, Od. 5.47; so [[Poseidon]] casts a [[blindness]] [[upon]] [[Alcathous]], θέλξᾶς [[ὄσσε]] φαεινά, Il. 13.435; [[usually]] in a [[bad]] [[sense]], of ‘[[bewitching]],’ ‘beguiling,’ νόον, θῦμόν, Il. 12.255, Il. 15.322; ἐπέεσσιν, ψεύδεσσι, δόλῳ, γ 2, Il. 21.276, 604; of [[love]], [[pass]]., Od. 18.612; [[rarely]] in [[good]] [[sense]], Od. 17.514, 521. | |auten=ipf. θέλγε, iter. θέλγεσκε, fut. θέλξω, aor. ἔθελξα, [[pass]]. pres. opt. θέλγοιτο, aor. 3 pl. ἔθελχθεν: [[charm]], [[enchant]]; [[Hermes]] [[with]] his [[magic]] [[wand]], [[ἀνδρῶν]] ὄμματα θέλγει, ‘charms’ [[their]] eyes, ‘entrances,’ puts [[them]] to [[sleep]], Il. 24.343, Od. 5.47; so [[Poseidon]] casts a [[blindness]] [[upon]] [[Alcathous]], θέλξᾶς [[ὄσσε]] φαεινά, Il. 13.435; [[usually]] in a [[bad]] [[sense]], of ‘[[bewitching]],’ ‘beguiling,’ νόον, θῦμόν, Il. 12.255, Il. 15.322; ἐπέεσσιν, ψεύδεσσι, δόλῳ, γ 2, Il. 21.276, 604; of [[love]], [[pass]]., Od. 18.612; [[rarely]] in [[good]] [[sense]], Od. 17.514, 521. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[θέλγω]] <br /> <b>a</b> [[enchant]] κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (θέλγεις coni. Krause: of a [[lyre]]) (P. 1.12) <br /> <b>b</b> [[soothe]] [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]]. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (νιν = πόνους, Didymus: = εὐφροσύναν, [[Aristarchus]]) (N. 4.3) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[θέλγω]] <br /> <b>a</b> [[enchant]] κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (θέλγεις coni. Krause: of a [[lyre]]) (P. 1.12) <br /> <b>b</b> [[soothe]] [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]]. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (νιν = πόνους, Didymus: = εὐφροσύναν, [[Aristarchus]]) (N. 4.3) | |sltr=[[θέλγω]] <br /> <b>a</b> [[enchant]] κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (θέλγεις coni. Krause: of a [[lyre]]) (P. 1.12) <br /> <b>b</b> [[soothe]] [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]]. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (νιν = πόνους, Didymus: = εὐφροσύναν, [[Aristarchus]]) (N. 4.3) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. impf.
A θέλγεσκεν Od.3.264: fut. θέλξω 16.298,A.Pr.865, Dor. -ξῶ Theoc.Ep.5.3: aor. ἔθελξα Il. (v. infr.):—Med., Alc.Supp. 11.7:—Pass., fut. θελχθήσομαι Luc.Salt.85: aor. ἐθέλχθην Od.10.326, Ep. 3pl. -χθεν 18.212:—poet. Verb (used by Pl.Smp.197e, and in late Prose, as Phld.Mus.p.72K., Jul.Or.4.150c, etc.), enchant, be witch, [Ἑρμῆς] ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει Od.5.47, al.; τὸν . . Ποσειδάων ἐδάμασσε θέλξας ὄσσε φαεινά Il.13.435; [Κίρκη] οὐδ' ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Od.10.291, cf. 326 (Pass.); [Σειρῆνες] πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται 12.40; [θύελλα] θέλγε νόον spell-bound their senses, Il.12.255. 2 cheat, cozen, Od.16.195,298, S.Tr.710: c. dat. modi, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε Od.14.387; μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι 1.57; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il.21.276,604; ἔπεσσιν Od.3.264. 3 metaph., charm, beguile, 17.521; οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον h.Cer.37, cf. Pi.P.1.12, D.Chr.45.5; καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει A.Pr.174: σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον Id.Supp.1055; θέλγει ἔρως E.Hipp.1274 (lyr.); ᾠδῆς... ἣν ᾄδει θέλγων . . νόημα Pl.Smp.197e:—Pass., μήθ' ὕπνῳ θελχθῇς E.IA142 (lyr.); τὰ δ' οὔτι θέλγεται A.Ch.420 (lyr.); ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν Od.18.212; Μούσαισιν . . τὴν φρένα θελγομένη (which may be Med.) IG14.1960. 4 c. inf., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι will persuade her not to kill, A.Pr. 865; ἔρως δέ νιν . . θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε S.Tr.355; ἕπεσθαι θ. Ael. NA10.14. 5 produce by spells, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (sc. εὐφροσύναν) Pi.N.4.3; [Γαλήνη] θ. ἀνηνεμίην AP9.544 (Adaeus). (Perh. cf. Lith. žuelgiù 'look', 'glance'.)
German (Pape)
[Seite 1192] bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔθελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς 15, 321; θέλξας ὄσσε φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα θέλγει φρένας P. 1, 12; καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' οὔτι θέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν μόνος θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; θέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; θέλγει ὄμματος ἕδραν ὕπνος Rhes. 554; οὔτε τότε λόγοις ἐθέλγεθ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων νόημα Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, θέλγουσά τις πειθώ S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσθαι θέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14.
Greek (Liddell-Scott)
θέλγω: Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264˙ μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3˙ ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85˙ ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), κυρίως, θωπεύω ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ ἑπομένως μαγεύω, «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος˙ ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὅστις διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343˙ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας ὄσσε φαεινὰ Ν. 435˙ ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326˙ ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40˙ ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ Διός, ὅστις πνέει κατὰ πρόσωπον τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255˙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594˙ ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710˙ συχνάκις μετὰ δοτ. τρόπου, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, μήτε τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387˙ θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264˙ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282˙ ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ σημασία διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21˙ καί μ’ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E˙ σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056˙ θέλγει ἔρως, ὕπνος Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142˙ ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... νόημα Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ οὔτι θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420˙ Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη (ὅπερ δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865˙ ἔρως δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355˙ καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) παράγω, προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5˙ γαλήνη θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
f. θέλξω, ao. ἔθελξα, pf. inus.
Pass. f. θελχθήσομαι, ao. ἐθέλχθην, pf. inus.
I. charmer par des enchantements magiques;
II. particul.
1 en mauv. part fasciner, séduire, tromper : τινά τινι qqn au moyen de qch ; avec un inf., séduire qqn et le pousser à faire qch;
2 en b. part calmer, adoucir, apaiser, charmer, acc..
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Autenrieth)
ipf. θέλγε, iter. θέλγεσκε, fut. θέλξω, aor. ἔθελξα, pass. pres. opt. θέλγοιτο, aor. 3 pl. ἔθελχθεν: charm, enchant; Hermes with his magic wand, ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, ‘charms’ their eyes, ‘entrances,’ puts them to sleep, Il. 24.343, Od. 5.47; so Poseidon casts a blindness upon Alcathous, θέλξᾶς ὄσσε φαεινά, Il. 13.435; usually in a bad sense, of ‘bewitching,’ ‘beguiling,’ νόον, θῦμόν, Il. 12.255, Il. 15.322; ἐπέεσσιν, ψεύδεσσι, δόλῳ, γ 2, Il. 21.276, 604; of love, pass., Od. 18.612; rarely in good sense, Od. 17.514, 521.
English (Slater)
θέλγω
a enchant κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (θέλγεις coni. Krause: of a lyre) (P. 1.12)
b soothe ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (νιν = πόνους, Didymus: = εὐφροσύναν, Aristarchus) (N. 4.3)
English (Slater)
θέλγω
a enchant κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (θέλγεις coni. Krause: of a lyre) (P. 1.12)
b soothe ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (νιν = πόνους, Didymus: = εὐφροσύναν, Aristarchus) (N. 4.3)