δνοφερός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[δνόφος]]): [[dark]], [[dusky]].
|auten=([[δνόφος]]): [[dark]], [[dusky]].
}}
{{Slater
|sltr=[[δνοφερός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gloomy]] “[[κᾶδος]] ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the [[underworld]] fr. 130. 2, ad Θρ. 7.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δνοφερός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gloomy]] “[[κᾶδος]] ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the [[underworld]] fr. 130. 2, ad Θρ. 7.
|sltr=[[δνοφερός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[gloomy]] “[[κᾶδος]] ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the [[underworld]] fr. 130. 2, ad Θρ. 7.
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δνοφερός Medium diacritics: δνοφερός Low diacritics: δνοφερός Capitals: ΔΝΟΦΕΡΟΣ
Transliteration A: dnopherós Transliteration B: dnopheros Transliteration C: dnoferos Beta Code: dnofero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A dark, murky, νύξ Od.13.269; ὕδωρ Il.9.15, cf. Thgn.243; ἀχλύς A. Eu.379 (lyr.); κατὰ δ. γᾶς E.IT1266 (lyr.), etc.: metaph., δ. κᾶδος Pi.P.4.112; πένθος A.Pers.536 (lyr.).—Poet. word; but τὸ δνοφερόν gloom, Hp.Morb.Sacr.16.

German (Pape)

[Seite 651] dunkel, finster; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; ἀχλύς Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; δόμος Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); θύελλα Orph. Arg. 1187; auch übertr., κῆδος Pind. P. 4, 112; πένθος Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δνοφερός: -ά, -όν, ζοφερός, σκοτεινός, ἀμαυρός, νὺξ Ὀδ. Ν. 269˙ ὕδωρ Ἰλ. Ι. 15˙ ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.˙ μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200˙ πένθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 536˙ - λέξις ποιητική˙ ἀλλά, τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος.

English (Autenrieth)

(δνόφος): dark, dusky.

English (Slater)

δνοφερός
   1 gloomyκᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the underworld fr. 130. 2, ad Θρ. 7.

English (Slater)

δνοφερός
   1 gloomyκᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the underworld fr. 130. 2, ad Θρ. 7.