δόρπον: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[evening]] [[meal]] or [[meal]]-[[time]], [[supper]]; pl., δόρπα, Il. 8.503.
|auten=[[evening]] [[meal]] or [[meal]]-[[time]], [[supper]]; pl., δόρπα, Il. 8.503.
}}
{{Slater
|sltr=[[δόρπον]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[meal]] τὸ δὲ κύκλῳ [[πέδον]] ἔθηκε δόρπου λύσιν (sc. [[Ἡρακλέης]]· τὸ [[χωρίον]] [[καταλυτήριον]] ἔταξεν [[εἶναι]] [[τῶν]] ἀγωνιζομένων [[εἰς]] εὐωχίαν. Σ. of the Olympic precinct) (O. 10.47)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[δόρπον]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[meal]] τὸ δὲ κύκλῳ [[πέδον]] ἔθηκε δόρπου λύσιν (sc. [[Ἡρακλέης]]· τὸ [[χωρίον]] [[καταλυτήριον]] ἔταξεν [[εἶναι]] [[τῶν]] ἀγωνιζομένων [[εἰς]] εὐωχίαν. Σ. of the Olympic precinct) (O. 10.47)
|sltr=[[δόρπον]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[meal]] τὸ δὲ κύκλῳ [[πέδον]] ἔθηκε δόρπου λύσιν (sc. [[Ἡρακλέης]]· τὸ [[χωρίον]] [[καταλυτήριον]] ἔταξεν [[εἶναι]] [[τῶν]] ἀγωνιζομένων [[εἰς]] εὐωχίαν. Σ. of the Olympic precinct) (O. 10.47)
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόρπον Medium diacritics: δόρπον Low diacritics: δόρπον Capitals: ΔΟΡΠΟΝ
Transliteration A: dórpon Transliteration B: dorpon Transliteration C: dorpon Beta Code: do/rpon

English (LSJ)

τό, in Hom.,

   A evening meal, Od.12.439; taken at sunset, Il.19.208, Od.4.429, Pi.O.10(11).47; ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr.182.3, cf. Sch.Od.2.20.—In later Ep., generally, meal, food, h.Ap.511, A.R.2.304, Q.S.4.278, Opp.H.1.26 (pl.); δόρποιο ποτοῦ θ' ἅλις Orph.A.406.

German (Pape)

[Seite 659] τό, Nebenform ὁ δόρπος, s. unten besonders; das Abendessen, und allgemeiner = die Mahlzeit; nach einer antiken Etymologie von δόρυ παύειν; besser vielleicht von δρέπω, = das Abgebrochene, das Abgetheilte, die Portion, vgl. δαίς. Bei Homer, welcher das Wort δόρπον oft hat, finden sich folgende Formen: δόρποιο, δόρπου, δόρπῳ Odyss. 18, 44, δόρπον accusativ., δόρπα accusativ. Iliad. 8, 503. 9, 66. 88 (v. l. δόρπον, Zenodot τίθεντο δὲ δαῖτα θάλειαν. Aristarch δόρπα, s. Scholl. Didym.). 24, 444. Dies δόρπα kann sowohl accus. plural. als accus. singular. sein. Als Neutrum erscheint der singular. deutlich Iliad. 19, 208 τεύξεσθαι μέγα δόρπον. Das Wort bezeichnet bei Homer das Abendessen, die letzte der drei Mahlzeiten des Tages: ἄριστον, δεῖπνον, δόρπον. Die Attische Prosa nennt das Frühstück ἀκράτισμα, das Mittagessen ἄριστον, das Abendessen δεῖπνον, und setzt so das Wort δόρπον außer Gebrauch. Vgl. z. B. Apollon. Lex. Homer. p. 60, 5 δόρπον τὸν καθ' ἡμᾶς δεῖπνον. Sehr schlechte Lesart δόρπον statt δεῖπνον Odyss. 9, 311; etwas zweifelhafter ist die Entscheidung zwischen den Lesarten δεῖπνον und δόρπον Odyss. 10, 116, vgl. Scholl.; über die Stellen Iliad. 11, 86. 730 Odyss. 4, 61 s. s. v. δεῖπνον, welcher Artikel überhaupt im Allgemeinen zu vergleichen ist; Lehrs Aristarch p. 132. – Bei sp. D. übh. = Mahlzeit; Aristoph. Eq. 52; – Qu. Sm. 4, 277; Opp. H. 1, 26; sogar das Frühmahl, H. h. A. 511; Opp. C. 1, 132; neben ποτής für Speise, Ap. Rh. 3, 301; Orph. Arg. 408; Nie. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δόρπον: τό, (ἴσως μεταφ. ἐκ τοῦ δρέπω)· ― παρ’ Ὁμ. = τὸ ἑσπερινὸν φαγητὸν, Λατ. coena, ἴδε Ὀδ. Μ. 439, ὅπερ ἐλάμβανον κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Τ. 201, πρβλ. Ὀδ. Δ. 429· ― ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 168 διακρίνεται ὡς τὸ τελευταῖον τῶν τριῶν φαγητῶν, ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ’ αἱρεῖσθαι τρίτα, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι τὸν Σχολ. Ὀδ. Β. 20. ― Παρὰ μεταγεν. Ἐπ., καθόλου, τροφή, φαγητόν, Ὕμν.· Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 511. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 301· συμπόσιον (ἴδε λύσις ΙΙΙ), Πίνδ. Ο. 10 (11). 57. ― Δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. πιθανῶς διότι ἐν Ἀθήναις ἦτο συνήθεια νὰ λαμβάνωσι μόνον δύο τακτικὰ φαγητά, ἄριστον καὶ δεῖπνον, ἴδε ἐν λ. δεῖπνον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
repas du soir, souper.
Étymologie: R. Δερπ, cf. δρέπω.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον.

English (Autenrieth)

evening meal or meal-time, supper; pl., δόρπα, Il. 8.503.

English (Slater)

δόρπον
   1 meal τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν (sc. Ἡρακλέης· τὸ χωρίον καταλυτήριον ἔταξεν εἶναι τῶν ἀγωνιζομένων εἰς εὐωχίαν. Σ. of the Olympic precinct) (O. 10.47)

English (Slater)

δόρπον
   1 meal τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν (sc. Ἡρακλέης· τὸ χωρίον καταλυτήριον ἔταξεν εἶναι τῶν ἀγωνιζομένων εἰς εὐωχίαν. Σ. of the Olympic precinct) (O. 10.47)