puro: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(3_11)
(3)
Line 7: Line 7:
{{Georges
{{Georges
|georg=(1) pūro<sup>1</sup>, āre ([[purus]]), [[reinigen]], [[Fest]]. 229 (a), 12.<br />'''(2)''' pūro<sup>2</sup>, āre ([[pus]]), eitern, Marc. Emp. 14.
|georg=(1) pūro<sup>1</sup>, āre ([[purus]]), [[reinigen]], [[Fest]]. 229 (a), 12.<br />'''(2)''' pūro<sup>2</sup>, āre ([[pus]]), eitern, Marc. Emp. 14.
}}
{{esel
|sltx=[[ἐνόβρυζος]], [[ἄνοθος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀνθέμινος]], [[ἀλώβητος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄκακος]], [[ἀκραιφνής]], [[ἄμωμος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀπρόσκοπος]], [[ἄρρυπος]], [[ἀρρύπωτος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀρρύπαρος]], [[ἀκηλίδωτος]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀνεπιθόλωτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἄδολος]], [[ἀκηράσιος]], [[ἀμόλυντος]], [[ἄμικτος]], [[ἀπαρέγχυτος]], [[ἀκατάμικτος]], [[ἄχραντος]], [[ἀρᾳδιούργητος]], [[ἀχρανής]], [[ἀμύσακτος]], [[ἀκεραιοφανής]], [[εἰλικρινοειδής]], [[ἁγνευτικός]], [[ἀχραής]], [[ἄμιξος]], [[ἀμιγής]], [[ἀφίλης]], [[εἰλικρινής]], [[ἀκέραιος]], [[ἄφθορος]], [[ἀβέβηλος]], [[ἀρρύπαντος]], [[ἐκλεκτός]], [[ἁγνός]], [[ἀνέπαφος]], [[ἀσκηθής]], [[ἁγής]], [[διειδής]], [[ἁπλόος]]
}}
}}

Revision as of 07:16, 22 August 2017

Latin > English (Lewis & Short)

pūro: āre, v. a. purus,
I to purify with religious rites (very rare, perh. ἅπαξ εἰρ.): sacra, Fest. s. v. prophetas, p. 229 Müll.

Latin > French (Gaffiot 2016)

(1) pūrō, āre (purus), tr., purifier : Fest. 229, 12.
(2) pūrō, āre (pus), intr., suppurer : M. Emp. 14.

Latin > German (Georges)

(1) pūro1, āre (purus), reinigen, Fest. 229 (a), 12.
(2) pūro2, āre (pus), eitern, Marc. Emp. 14.

Spanish > Greek

ἐνόβρυζος, ἄνοθος, ἀθόλωτος, ἀπαράχυτος, ἀνθέμινος, ἀλώβητος, ἀδιάφθορος, ἄκακος, ἀκραιφνής, ἄμωμος, ἀμώμητος, ἀπρόσκοπος, ἄρρυπος, ἀρρύπωτος, ἀμίαντος, ἀρρύπαρος, ἀκηλίδωτος, ἀσύνθετος, ἀνεπιθόλωτος, ἀκήρατος, ἄδολος, ἀκηράσιος, ἀμόλυντος, ἄμικτος, ἀπαρέγχυτος, ἀκατάμικτος, ἄχραντος, ἀρᾳδιούργητος, ἀχρανής, ἀμύσακτος, ἀκεραιοφανής, εἰλικρινοειδής, ἁγνευτικός, ἀχραής, ἄμιξος, ἀμιγής, ἀφίλης, εἰλικρινής, ἀκέραιος, ἄφθορος, ἀβέβηλος, ἀρρύπαντος, ἐκλεκτός, ἁγνός, ἀνέπαφος, ἀσκηθής, ἁγής, διειδής, ἁπλόος