βουλή: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
(ab2)
(strοng)
Line 27: Line 27:
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[βουλή]], -ῆς, ἡ (< [[βούλομαι]]), [in LXX freq. for עֵצָה;] <br />[[counsel]], [[purpose]] (in cl., esp. of the gods): Lk 23:51, Ac 4:28 5:38 19:1 27:12, 42; pl., I Co 4:5; of the Divine [[purpose]], He 6:17; τ. βουλὴν τ. θελήματος [[αὐτοῦ]], Eph 1:11; β. τ. Θεοῦ, Lk 7:30, Ac 2:23 13:36 20:27.†
|astxt=[[βουλή]], -ῆς, ἡ (< [[βούλομαι]]), [in LXX freq. for עֵצָה;] <br />[[counsel]], [[purpose]] (in cl., esp. of the gods): Lk 23:51, Ac 4:28 5:38 19:1 27:12, 42; pl., I Co 4:5; of the Divine [[purpose]], He 6:17; τ. βουλὴν τ. θελήματος [[αὐτοῦ]], Eph 1:11; β. τ. Θεοῦ, Lk 7:30, Ac 2:23 13:36 20:27.†
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[βούλομαι]]; [[volition]], i.e. (objectively) [[advice]], or (by [[implication]]) [[purpose]]: + [[advise]], [[counsel]], [[will]].
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλή Medium diacritics: βουλή Low diacritics: βουλή Capitals: ΒΟΥΛΗ
Transliteration A: boulḗ Transliteration B: boulē Transliteration C: vouli Beta Code: boulh/

English (LSJ)

ἡ, Dor. βωλά Decr.Byz. ap. D.18.90, Aeol. βόλλα Schwyzer 623.1 (ii B. C.), Plu.2.288b: acc. pl.

   A βουλᾰς Hes.Th.534: (βούλομαι):— will, determination, esp. of the gods, Il.1.5, etc.    2 counsel, design, βουλὰς βουλεύουσι Il.24.652, etc.: generally, counsel, advice, opp. μάχεσθαι, Il.1.258, cf. 2.202, etc.; κακὴ β. Hes.Op.266; πρᾶτος . . καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα IG9(1).658 (Ithaca); νυκτὶ βουλὴν διδόναι Hdt.7.12 (but ἐν νυκτὶ β. διδοὺς ἐμαυτῷ Men.Epit.35); ἐν β. ἔχειν τὰ γενόμενα Hdt.3.78; β. ποιεῖσθαι, = βουλεύεσθαι, Id.6.101, etc.; β. διδόναι X. Cyr.7.2.26; β. προτιθέναι περί τινος D.18.192; β. ἄγειν Polyaen.7.39; ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον . . D.H.2.44; τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. they have no common ground of argument, Pl.Cri.49d; βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία Arist.EN1142b16: in pl., counsels, A.Pr.221, Th. 842 (lyr.); ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος, Epigr.Gr.854, IG3.716.    3 deliberation, Arist.EN1112a19, D.9.46.    4 decree, β. εἰσηγεῖσθαι And.1.61; β. ἄκυρον θεῖναι Id.2.28.    II Council of elders, Senate, βουλὴν ἷζε γερόντων Il.2.53, cf. Od.3.127, A.Ag.884; esp. at Athens, Council or Senate of 500 created by Cleisthenes, Hdt.9.5, Ar.V.590, Antipho 6.40, etc.; commonly called ἡ β. (or ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20, to distinguish it from ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ibid.; also β. ἀπὸ κυάμου Th.8.66); in other states, as at Argos, Hdt.7.149; at Thebes, X.HG5.2.29; of the Roman Senate, D.H.6.69, etc.; of local senates, POxy.58.14 (iii A. D.), etc.; βουλῆς εἶναι to be of the Council, a member of it, Th.3.70 (whence Sch. and Suid. made a Subst. βουλῆς, ὁ) ; ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων Paus.5.20.8; ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Id.7.11.1.

German (Pape)

[Seite 457] ἡ, 1) der Wille, Rathschluß, Διός Il. 1, 5 u. öfter. – 2) Rathschlag, Rath, bes. ἀγαθή, ἐσθλή, Hom.; vgl. Hes. O. 264; plur., Aesch. Prom. 219; Soph. Phil. 1231. – 3) die Berathschlagung, νυκτὶ βουλὴν διδούς Her. 7, 12, Rath haltend; ἐν βουλῇ ἔχοντες τὰ γενόμενα Her. 3, 78; ποιεῖσθαι 6, 101 u. öfter; περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή Plat. Phaedr. 237 c; Dem. 6, 35; περί τινος προτιθέναι 18, 192; διδόναι Xen. Cyr. 7, 2, 27. – 4) die Rathsversammlung, γερόντων Il. 2, 53 u. öfter; in Athen bes. der Rath der 500, Plat. Phaedr. 258 a u. öfter, wie bei Rednern, u. zwar immer mit dem Artikel, zuweilen mit dem Zusatz τῶν πεντακοσίων; selten vom Areopag, Xen. Mem. 3, 5, 20; auch in anderen Staaten, z. B. in Theben, Hell. 5, 2, 20; Sp. vom röm. Senate; Senatssitzung, D. Hal. 6, 69; auch vom Orte der Senatsversammlung.

Greek (Liddell-Scott)

βουλή: ἡ, Δωρ. βωλά, Ψήφισμ. Βυζ. παρὰ Δημ. 255. 21, κτλ.· Αἰολ. βόλλα, Πλούτ. 2. 288Β· ― ὁ Ἡσ. ἔχει βουλᾶς ἐν τῇ αἰτ. πληθ., Θ. 534· (βούλομαι)· ― θέλησις, ἀπόφασις, Λατ. consilium, ἰδίως τῶν θεῶν, Ἰλ. Α. 5, κτλ. 2) γνώμη, συμβουλή, σχέδιον, σκοπός, βουλὰς βουλεύουσι Ἰλ. Ω. 652, πρβλ. Κ. 147, 327, 415· καθόλου, γνώμη, συμβουλή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐν τῇ μάχῃ ἀνδρείαν, Ἰλ. Α. 258, πρβλ. Δ. 323, Ε. 54, κτλ.· οὕτω μεταγ., πρᾶτος… καὶ βουλᾷ καὶ χερσὶν ἐς Ἄρεα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 187· νυκτὶ βουλὴν διδόναι Ἡρόδ. 7. 12· ἐν βουλῇ ἔχειν τι ὁ αὐτ. 3. 78· βουλὴν ποιεῖσθαι = βουλεύεσθαι ὁ αὐτ. 6. 101, κτλ.· β. εἰσηγεῖσθαι Ἀνδοκ. 9. 4· β. προτιθέναι περί τινος Δημ. 292. 13· οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν, δὲν ἔχομεν κοινὸν ἔδαφος, κοινὸν πεδίον σκέψεως, Πλάτ. Κρίτων. 49D· βουλῆς ὀρθότηςεὐβουλία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3· ― κατὰ πληθ., σχέδια, γνώμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 219, Θήβ. 842· ἐν βουλαῖς ἄριστος, ἐν βουλαῖσι κράτιστος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 854, 878. 3) ἀπόφασις, γνωμοδότησις, Λατ. auctoritas, Ἀνδοκ. 9. 4., 23. 15. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. concilium, συμβούλιονσυνέδριον τῶν γερόντων ἢ προεχόντων (πρβλ. ἀγορά), βουλὴν ἷζε γερόντων Ἰλ. Β. 53, πρβλ. 202, Ὀδ. Γ. 127· ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884, πιθανῶς τὸ συμβούλιον τῆς ἀντιβασιλείας ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ βασιλέως· ― ἐν Ἀθήναις τὸ συνέδριονσυμβούλιον τῶν 500, ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ Κλεισθένους, ὅπερ ἦτο πράγματι ἐπιτροπεία τις τῆς ἐκκλησίας, ὅπως παρασκευάζῃ σχέδια νόμων (προβουλεύματα) δι’ αὐτήν, κτλ., Ἡρόδ. 9. 5, Ἀριστοφ. Σφηξ. 590, Ἀντιφῶν 145. 27, κτλ.· κοινῶς καλουμένη ἡ βουλὴ (ἢ ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Αἰσχίν. 56. 35, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ ἑτέρας ἥτις ἐκαλεῖτο ἡ β. ἡ ἐν Ἀρείῳ Πάγῳ αὐτόθι 30)· ― οὕτω καὶ τὸ ἐν Ἄργει Συμβούλιον, Ἡρόδ. 7. 140, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· ἡ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητος, Διον. Ἁλ. 6. 69, κτλ.· ― βουλῆς εἶναι, εἶναι ἐκ τῆς βουλῆς, μέλος αὐτῆς, Θουκ. 3. 70 (ὅθεν ὁ Σχολ. καὶ ὁ Σουΐδ. ἐσχημάτισαν οὐσιαστ. βουλῆς, ὁ)· ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ρωμαίων Παυσ. 5. 20, 8· ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς ὁ αὐτ. 7. 11, 1. Πρβλ. Ἄρειος πάγος.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. litt. ce qu’on veut ; ce qu’on peut vouloir ou ce qu’il faut vouloir, d’où
1 volonté, détermination;
2 conseil, avis ; réflexion, délibération : ἐν βουλῇ ἔχειν τι HDT délibérer sur qch;
3 dessein, projet, plan;
II. conseil, assemblée délibérante;
1 dans HOM conseil des anciens ; dans ESCHL conseil du roi;
2 à Athènes conseil des Cinq-Cents ou Sénat, sorte de conseil d’état chargé de préparer les lois à discuter dans l’assemblée du peuple ou ἐκκλησία ; ἡ βουλὴ οἱ πεντακόσιοι ESCHN le conseil des Cinq-Cents ; ἡ κάτω βουλή m. sign. ; ἡ ἄνω βουλή ouἐν Ἀρείῳ πάγῳ βουλή l’Aréopage ; ironiq. en parl. du Sénatβουλή ἀπὸ κυάμου THC le sénat de la fève ; de même, conseil ou sénat dans les autres cités grecques;
3 à Rome le Sénat.
Étymologie: R. Βολ, vouloir ; cf. βούλομαι.

English (Autenrieth)

(1) counsel, plan, decree; βουλὴ δὲ κακὴ νίκησεν ἑταίρων, Od. 10.46; Διὸς δ' ἐτελείετο βουλή, the ‘will’ of Zeus, Il. 1.5 ; οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή, Od. 2.372, also in plural.—(2) the council of nobles or elders, γερόντων, Il. 2.53, 1, 2, Od. 3.127, distinguished from the ἀγορά, or assembly.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): βολε̄́ IG 13.14.9 (V a.C.); dór., arcad., beoc. βωλά IG 4.554.2, 6 (Argos V a.C.), Decr. en D.18.90, Call.Cer.21, IG 12(3).1259A.15 (Cimolo IV a.C.), IG 5(2).351.40 (Estínfalo III a.C.), Schwyzer 85.15 (Argos IV a.C.), 91.4, 92.2 (ambas Argos III a.C.), IG 7.529.1 (Tanagra), 3349.4 (Queronea); βουλά Pi.N.10.89, B.9.90; eol. βόλλα Alc.130b.5, IEryth.122.1 (Lesbos II a.C.), IAN 5.3 (heleníst.), Plu.2.288b; bárb. βολή Axionic.11

• Grafía: graf. βολά Schwyzer 83.25 (Argos V a.C.)

• Morfología: [ac. plu. βουλάς [-ᾰ-] Hes.Th.534]
I abstr.
1 deliberación βουλὰς βουλεύειν deliberar, Il.24.652, ἐν βουλῇ ἔχειν Hdt.3.78, ἐπεξελθεῖν καὶ μαχέσασθαι οὐκ ἐποιεῦντο βουλήν no se resolvían a hacer una salida y luchar Hdt.6.101, cf. 8.40, προτιθέναι βουλήν someter a deliberación D.18.192, cf. Polyaen.7.39, βουλὴν δοῦναι dar oportunidad de deliberar X.Cyr.7.2.26, νυκτὶ βουλὴν διδόναι consultar con la noche Hdt.7.12, ἐν νυκτὶ βουλὴν διδοὺς ἐμαυτῷ reflexionando conmigo mismo por la noche Men.Epit.76, cf. D.9.46, Arist.EN 1112a19, β. δέ ἐστι ζήτησις περὶ τοῦ πῶς ἂν ἐν τοῖς παροῦσι πράγμασιν ὀρθῶς διεξάγοιμεν Clem.Al.Strom.2.15.70, ἐν βουλῇ γενέσθαι πότερον ... deliberar si ... D.H.2.44.
2 el resultado de la deliberación, consejo, opinión, reflexión σφίσιν ἥνδανε β. Il.18.510, cf. 313, Od.3.150, Hippon.137, οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν no vaciló entre dos partidos Pi.l.c., ἐμαῖς δὲ βουλαῖς por consejo mío A.Pr.219, κακὴ β. decisión perjudicial Hes.Op.266, cf. Call.l.c., πονηρὰ β. Herm.Vis.1.2.4, ἄριστος ... βουλῇ el mejor consejero, Od.13.298, πρᾶτος ... βουλᾷ IG 9(1).658 (Ítaca II a.C.), ἐν βουλαῖς ἄχρηστος Gorg.B 11a.32, ἐν βουλαῖς μὲν ἄριστον Epigr.Gr.854, cf. IG 22.3669.8 (III d.C.)
propósito, intención νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ Od.3.128, τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ β. esos no tienen propósito común Pl.Cri.49d, cf. 1Ep.Cor.4.5
buen criterio, juicio ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε νόῳ ἐκφύγομεν Od.12.211, βουλῆς ὀρθότης ἡ εὐβουλία rectitud de juicio es la prudencia Arist.EN 1142b16.
3 designio esp. de los dioses Διός Il.1.5, θεῶν B.l.c., cf. 11.121, τοῦ θεοῦ Eu.Luc.17.30, identificado c. la δύναμις divina, Gr.Nyss.Hex.7, unido a θέλημα Arius Ep.Eus.p.3.1
tb. de los hombres, Heraclit.B 33, Eu.Luc.23.51, Plu.2.323e, βουλαὶ δ' ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσαν A.Th.842, ἐν βουλαῖς ἐπιτευκτικούς afortunados en sus planes Vett.Val.384.20
en cont. jur. decreto τὰς ... ἀκύρους ἔθετε βουλάς dejasteis sin efecto los decretos And.2.28, cf. Myst.61, Hsch.
II institucional
1 Consejo de los ancianos Il.2.53, Od.3.127, A.A.884, del Areópago, Isoc.7.37.
2 Consejo de 500 miembros en Atenas, creado por Clístenes, Hdt.9.5, Ar.V.590, Antipho 6.40, Is.4.28, en aposición ἡ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.3.20, o simplemente ἡ β.: β. ἀπὸ κυάμου por el método de elección, Th.8.66, βουλῆς εἶναι ser miembro del Consejo Th.3.70.
3 el Consejo en otros estados: Mitilene ἀγόρας ἄκουσαι καρυ[ζο] μένας ... καὶ β[ό] λλας Alc.l.c., Quíos βολὴ δημοσίη Consejo público, SEG 16.485.14 (VI a.C.), Argos, Hdt.7.149, Tebas, X.HG 5.2.29, Estínfalo, Aen.Tact.10.4, Seleucia de Cilicia MAMA 3.104.1, Termeso TAM 3.3A.3 (II d.C.).
4 el Senado romano, D.H.6.69, I.AI 13.260, IGR 3.209 (Ancira II d.C.), ἀνὴρ βουλῆς τῆς Ῥωμαίων un senador Paus.5.20.8, ἄνδρα ἐκ τῆς βουλῆς Paus.7.11.1, τῶν εἰς τὴν βουλὴν συναγομένων ἀνδρῶν I.AI 18.1, τῶν ... ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων βουλῆς τις Luc.Demon.18, cf. Ael.NA 15.19, Paus.7.11.5, τις τῶν ἐκ τῆς βουλῆς Ael.NA 13.21, cf. App.Hann.18.79, Arr.An.3.57, Paus.5.20.8, Plu.TG 18.833, σύγκλητος β. Memn.434F.18.6, Plu.2.313d, Paus.2.27.6, Hdn.1.2.2, Philostr.VS 589, IG 12(1).786.5 (Lindo II d.C.), Eus.HE 5.21
edificio del Senado Ath.Al.Gent.43.
5 el Senado local, imper. POxy.58.14 (III d.C.), PBerl.Borkowski 18.A.3.8 (III d.C.), IG 14.830.3 (Puteoli II d.C.), OGI 629AI.1, 5 (Palmira II d.C.).
6 calidad de miembro de la βουλή FD 1.219, 220, IEphesos 1615.19 (II d.C.).
7 β. τῆς ἐκκλησίας Consejo eclesiástico, Const.App.2.28.4.

• Etimología: Prob. deriv. de βούλομαι q.u. como n. de acción.

English (Abbott-Smith)

βουλή, -ῆς, ἡ (< βούλομαι), [in LXX freq. for עֵצָה;]
counsel, purpose (in cl., esp. of the gods): Lk 23:51, Ac 4:28 5:38 19:1 27:12, 42; pl., I Co 4:5; of the Divine purpose, He 6:17; τ. βουλὴν τ. θελήματος αὐτοῦ, Eph 1:11; β. τ. Θεοῦ, Lk 7:30, Ac 2:23 13:36 20:27.†

English (Strong)

from βούλομαι; volition, i.e. (objectively) advice, or (by implication) purpose: + advise, counsel, will.