θαυμαστός: Difference between revisions
(strοng) |
(T22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[θαυμάζω]]; wondered at, i.e. (by [[implication]]) [[wonderful]]: [[marvel]](-lous). | |strgr=from [[θαυμάζω]]; wondered at, i.e. (by [[implication]]) [[wonderful]]: [[marvel]](-lous). | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=θαυμαστή, θαυμαστόν ([[θαυμάζω]]), in Greek writings from ([[Homer]] (h. Cer. etc.)), [[Herodotus]], [[Pindar]] [[down]]; (interchanged in Greek writings [[with]] [[θαυμάσιος]], cf. Lob. Path. Elem. 2:341); [[wonderful]], [[marvellous]]; i. e., a. [[worthy]] of [[pious]] [[admiration]], [[admirable]], [[excellent]]: Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 36,2 [ET]; for אַדִּיר, [[passing]] [[human]] [[comprehension]]: נִפְלָא, as causing [[amazement]] joined [[with]] [[terror]]: נורָא, [[marvellous]] i. e. [[extraordinary]], [[striking]], [[surprising]]: R G ([[see]] [[θαῦμα]], 1); John 9:30. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:09, 28 August 2017
English (LSJ)
Ion. θωμ-, ή, όν,
A wonderful, marvellous, first in neut. as Adv., θαυμαστὸν γανόωντα h.Cer.10; ἔργα μεγάλα καὶ θ. Hdt. 1 Prooem.; θ. καρπός Id.9.122; θ. λόχος γυναικῶν, of the Furies, A.Eu.46; οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοί S.Ph.191, etc.; ὃ πάντων -ότατον Pl.Smp.220a; θ. πλέγμα, Medic., the rete mirabile, Gal.5.196: c. acc., θαυμαστὴ τὸ κάλλος Pl.Phd.110c; πᾶσαν ἀρετήν Id.Lg.945e: c. gen., τῆς εὐσταθείας Plu.Publ.14; τῆς ἐπιεικείας Id.Per.39: c. dat., πλήθει Id.Caes.6; πλέοσι ἐσόμεθα θωμαστότεροι Hdt. 9.122; πρός τι Plu.2.980d: folld. by an interrog., εἰ, etc., θαυμαστὸν ὅσον . ., Lat. mirum quantum, Pl.Tht.150d, etc.; θαυμαστὸν ἡλίκον D.24.122; θαυμαστά γ', εἰ . . X.Smp.4.3; οὐδὲν θ., εἰ . ., Pl.Phdr.279a, R.390a; οὐ δὴ θ., εἰ . . D.2.23. Adv. -τῶς Pl.Lg.633b; θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Id.R.331a: neut. pl. as Adv., Id.Smp.192b; θαυμαστὰ ὡς S.Fr.960, E.IA943. II admirable, excellent, πατήρ, υἱός, ὄλβος, Pi.P.3.71,4.241, N.9.45; ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς... ἀλλ' εἴ τις βροτῶν θ. S.OC1665; iron., πράξας μὲν εὖ θ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ A.Pers.212; strange, absurd, θ. καὶ γελοῖα Pl.Tht.154b; θαυμαστὰ δρῶντες ib.151a; θαυμαστὰ ἐργάζεται behaves in an extraordinary way, Id.Smp.213d, cf. θαυμάσιος 111; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς . . X.Mem.2.7.13; ὦ θαυμαστέ Pl. Plt.265a; ὦ θαυμαστότατοι X.An.7.7.10. III to be worshipped, οὐδείς μ' ἀρέσκει νυκτὶ θαυμαστὸς θεῶν E.Hipp.106.
German (Pape)
[Seite 1189] (vgl. θαυμάσιος), bewundert, wunderbar, bewundernswerth; H. h. Cer. 10; oft bei Pind., πατήρ, υἱός, στρατός, ὄλβος, P. 3, 71. 4, 241. 2, 47 N. 9, 45; oft in Prosa, ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά Her. 1, 1, ἀ νὴρ θ. καὶ δεινός Plat. Rep. X, 596 c; auch ὦ θαυμαστέ, wie ὦ θαυμάσιε, Polit. 265 a; θαυμαστὸς τῆς εὐσταθείας, wegen, Plut. Popl. 14; – οὐδὲν θαυμαστόν ἐστι, es ist nicht zu verwundern, Dem. 11, 19; ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι, ὅτι Plat Symp. 220 a; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς Xen. Mem. 2, 7, 13; θαυμαστὸν ὅσον, Wunder wie viel, mirum quantum, Plat. Theaet. 150 d; θαυμαστὸν ἡλίκον Dem. 24, 122; – mit folgdm εἰ, Xen. Symp. 4, 3. – Adv., z. B. θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Plat. Rep. I, 331 a.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαστός: Ἰων. θωυμ- ἢ μᾶλλον θωμ- (ἴδε θαῦμα), ή, όν: - θαυμάσιος, ἄξιος θαυμασμοῦ, ἔκτακτος, ἀσυνήθης, πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10, Ἡρόδ., κτλ. (ἴδε θαυμάσιος)˙ ἔργα μεγάλα καὶ θωυμαστὰ Ἡρόδ. 1. 1˙ καρπὸς ὁ αὐτ. 9. 122˙ θ. λόγος γυναικῶν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 46˙ οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοὶ Σοφ. Φ. 191, κτλ.˙ ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι Πλάτ. Συμπ. 220Α˙ θαυμαστὰ δρᾶν αὐτόθι 151Α˙ θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι …, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13˙ - μετ’ αἰτ., θαυμαστὸς τὸ κάλλος Πλάτ. Φαίδ. 110C πᾶσαν ἀρετὴν ὁ αὐτ. Νόμ. 945Ε˙ μετὰ γεν., τῆς εὐσταθείας Πλούτ. Ποπλ. 14˙ τῆς ἐπιεικείας ὁ αὐτ. Περικλ. 39˙ μετὰ δοτ., πλήθει ὁ αὐτ. Καίσ. 6˙ ὡσαύτως, πρός τι ὁ αὐτ. 2. 980D˙ - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, θαυμαστὸν ὅσον …, Λατ. mirum quantum, Πλάτ. Θεαιτ. 150D, κτλ.˙ θαυμαστὸν ἡλίκον Δημ. 738. 20˙ πρβλ. θαυμάσιος˙ - ἑπομένου εἰ …, Ξεν. Συμπ. 4, 3˙ οὐδὲν θ., εἰ …, Πλάτ.˙ πρβλ. θαυμάζω Ι. 6. α. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Β˙ θαυμαστῶς ὡς σφόδρα ὁ αὐτ. Πολ. 331Α˙ οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. Συμπ. 192Β, 220Α˙ θαυμαστὰ ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 963, Εὐρ. Ι. Α. 943. ΙΙ. θαυμάσιος, ἔξοχος, πατήρ, υἱός, ὄλβος Πίνδ. Π. 3. 126., 4. 429., Ν. 9. 108˙ ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς …, ἀλλ’ εἴ τις βροτῶν θ. Σοφ. Ο. Κ. 1664˙ - εἰρωνικῶς, ὡς τὸ θαυμάσιος, πράξας μὲν εὖ, θ. ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Αἰσχύ. Πέρσ. 212˙ θ. καὶ γελοῖα Πλάτ. Θεαιτ. 145Β˙ ὦ θαυμαστὲ ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Α˙ ὦ θαυμαστότατοι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 étonnant, merveilleux, extraordinaire : θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι XÉN tu fais une chose étonnante en ce que ; θαυμαστὸς τὸ κάλλος PLAT merveilleux de beauté ; θαυμαστός τινος ou τινι ou πρός τι merveilleux en qch ; θαυμαστὸν εἰ XÉN il est étonnant que ; θαυμαστὸν ὅσον PLAT ou θαυμαστὰ ὡς EUR, θαυμαστὰ ὅσα PLAT, θαυμαστὸν ἡλίκον DÉM (lat. mirum quantum) étonnamment, merveilleusement;
2 admirable, excellent : ὦ θαυμαστέ PLAT admirable ami ; ὦ θαυμαστότατοι XÉN hommes très admirables;
3 en mauv. part θαυμαστὰ καὶ γελοῖα PLAT choses étranges et risibles;
Cp. θαυμαστότερος, Sp. θαυμαστότατος.
Étymologie: θαυμάζω.
English (Slater)
θαυμαστός
1 wonderful
a of persons. Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη (O. 9.96) ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός (P. 2.47) ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ (P. 3.71) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Αἰήτας) (P. 4.241)
b of things. “θαυμαστὸς ὄνειρος” (P. 4.163) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον (N. 9.45) θαυμαστὸν ὕμνον (I. 4.21) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες θαυμασταὶ πέλονται (“eine der häufigen Umschreibungen für ‘siegen’, Schadewaldt, 271̆{1}) (I. 5.6)
English (Strong)
from θαυμάζω; wondered at, i.e. (by implication) wonderful: marvel(-lous).
English (Thayer)
θαυμαστή, θαυμαστόν (θαυμάζω), in Greek writings from (Homer (h. Cer. etc.)), Herodotus, Pindar down; (interchanged in Greek writings with θαυμάσιος, cf. Lob. Path. Elem. 2:341); wonderful, marvellous; i. e., a. worthy of pious admiration, admirable, excellent: Clement of Rome, 1 Corinthians 36,2 [ET]; for אַדִּיר, passing human comprehension: נִפְלָא, as causing amazement joined with terror: נורָא, marvellous i. e. extraordinary, striking, surprising: R G (see θαῦμα, 1); John 9:30.