συναρπάζω: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[σύν]] and [[ἁρπάζω]]; to [[snatch]] [[together]], i.e. [[seize]]: [[catch]]. | |strgr=from [[σύν]] and [[ἁρπάζω]]; to [[snatch]] [[together]], i.e. [[seize]]: [[catch]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=1st aorist συνήρπασα; pluperfect συνηρπάκειν; 1st aorist [[passive]] συνηρπασθην; to [[seize]] by [[force]]: τινα, to [[catch]] or [[lay]] [[hold]] of ([[one]], so [[that]] he is no [[longer]] his [[own]] [[master]]), to [[seize]] by [[force]] and [[carry]] [[away]], [[Aristophanes]], [[Xenophon]], others.) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:09, 28 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -άσω E.IA535, Luc.DDeor.8.1, -άσομαι Ar.Lys. 437, Xenarch.8:—snatch and carry away with one, carry clean away, S.OC819, E.Or.1493 (lyr.), X.Mem.1.4.8, PSI4.353.12 (iii B.C.), Gal.6.301, etc.; ξ. [τινὰ] βίᾳ A.Pers.195; βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ σ. τινάς Lys.3.46, cf. 12.96; πάντα σ. ὥσπερ θύελλα S.El.1150; ὁ κρατῶν ἅμα πάντα σ. X.Cyr.4.2.26; ἀετὸς τὸν λαγὼ σ. ib.2.4.19; seize and retain, οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον Hp.Aër.21: metaph., carry away with one (by persuasive arguments), ξυναρπάσας στρατόν E.IA531, cf. Call.Epigr.32.5, Longin.16.2, Gal.UP3.10; οὐδένα ὑμῶν συναρπάζω I am not 'rushing' you, Diog.Oen.24; σ. ἑαυτὸν εἰς τὸ ἄνω, of mystical union with the One, Plot.5.3.4:—Pass., to be seized and carried off, βία ξυναρπασθεῖσαν S.Aj.498; σ. βουκόλων ὕπο Id.Fr.659; by death, Phld.Mort.37. 2 ξ. Χεῖρας seize and pin them together, E.Hec.1163, cf. Lys.Fr.75.4:—Med., ξ. τινὰ μέσον, of a wrestler, Ar.Lys.437. 3 metaph., ξ. φρενί seize with the mind, grasp, S.Aj.16, cf. Ar.Nu.775; τὸ ῥηθέν Simyl. ap. Stob.4.18.4; σ. τὸ ζητούμενον, in arguing, to be guilty of a petitio principii, Luc. JTr.38, S.E.P.2.35, etc.; so συνήρπασται εἰς κτητικὴν σύνταξιν is hastily concluded to have a possessive force, A.D.Synt.165.9. 4 carry away, destroy all traces of, τι Luc.Dom.16. 5 Pass., of persons, συνηρπασμένοι having been robbed, PRyl.119.28 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1004] (s. ὰρπάζω), mit od. zusammen rauben, fortreißen; χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράττει καὶ ξυναρπάζει βίᾳ, Aesch. Pers. 191; βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Ἀργείων ὕπο, Soph. Ai. 493; O. C. 823; πάντα γὰρ συναρπάσας θύελλ' ὅπως βέβηκας, El. 1139; übertr. ὡς εὐμαθές σου φώνημ' ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενί, Ai. 16, schnell auffassen, verstehen; σκύμνον οἶά νιν ἐν χεροῖν ὀρείαν ξυνήρπασαν Eur. Or. 1493, u. öfter; Ar. Nubb. 765; auch med., ξυναρπάσασθαί τινα μέσον, Lys. 437; ergreifen, Pol. 5, 41, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναρπάζω: μέλλ. -άσω Λουκ., κλπ., ― -άσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 437, Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 2. Ἁρπάζω ὁμοῦ καὶ ἐν σπουδῇ, παίδοιν δυοῖν σοι τὴν μὲν ἀρτίως ἐγὼ ξυναρπάσας ἔπεμψα, τὴν δ’ ἔξω τάχα Σοφ. Ο. Κ. 819, Εὐρ., Ξεν., κλπ.· ξ. τινὰ βίᾳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· σ. τινὰ βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ Λυσί. 100. 28, πρβλ. 129. 12· σ. πάντα ὥσπερ θύελλα Σοφ. Ἠλ. 1150· ὁ κρατῶν ἅμα πάντα σ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 26· ἀετὸς τὸν λαγὼ σ. αὐτόθι 2. 4, 19· σ. γόνον Ἰππ. περὶ Ἀέρ. 292· μεταβατ., καταπείθω ἐκ συναρπαγῆς, συναρπάξας στρατὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 531, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 31. 5, Λογγῖν. 16. 2, κτλ. ― Παθητ., ἁρπάζομαι καὶ φέρομαι μακράν, βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Σοφ. Αἴ. 498· ξ. βουκόλων ὕπο ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587. 2) ξ. χεῖρας, ἁρπάζω καὶ δένω αὐτὰς ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1163, πρβλ. Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4. ― Μέσ., σ. τινα μέσον, ἐπὶ παλαιστοῦ, Ἀριστοφ. Λυσ. 437. 3) μεταφορ., ταχέως ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω ἀμέσως, κατανοῶ εὐθύς, φώνημ’ ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενὶ Σοφ. Αἴ. 16, Ἀριστοφ. Νεφ. 775· τὸ ῥηθὲν Σίμυλος παρὰ Στοβ. 378. 23· σ. τὸ ζητούμενον, ἐν συζητήσει, ὑποπίπτω εἰς τὸ σφάλμα νὰ λαμβάνω ὡς ἀποδεδειγμένον τὸ ζητούμενον (petitio principii) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 38, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 35, κτλ.· σ. τὰ φαινόμενα αὐτόθι 1. 90. 4) ἁρπάζω καὶ φθείρω, καταστρέφω, ἐξαλείφω πᾶν ἴχνος πράγματός τινος, τι Λουκ. π. Οἴκου 16, Ρήτορες (Walz) 5. 518, 519, κτλ.
French (Bailly abrégé)
I. au propre :
1 se saisir plusieurs ensemble de, acc.;
2 se saisir de plusieurs personnes ou de plusieurs choses ensemble, enlever tout à la fois;
3 saisir pour réunir, acc.;
II. fig.
1 captiver;
2 saisir vivement par l’esprit : σ. τὸ ζητούμενον LUC s’emparer de la conclusion même qu’on recherche, càd faire une pétition de principe.
Étymologie: σύν, ἁρπάζω.
English (Strong)
from σύν and ἁρπάζω; to snatch together, i.e. seize: catch.
English (Thayer)
1st aorist συνήρπασα; pluperfect συνηρπάκειν; 1st aorist passive συνηρπασθην; to seize by force: τινα, to catch or lay hold of (one, so that he is no longer his own master), to seize by force and carry away, Aristophanes, Xenophon, others.)