χρονίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(T22)
(47b)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[future]] χρονίσω (T Tr [[text]] WH), Attic χρονιω (ibid. R G L Tr marginal [[reading]]); ([[χρόνος]]); from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for אֵחַר; to [[linger]], [[delay]], [[tarry]]: ἐν [[with]] a dative of the [[place]], L T Tr WH [[omit]] the infinitive); Luke 12:45.
|txtha=[[future]] χρονίσω (T Tr [[text]] WH), Attic χρονιω (ibid. R G L Tr marginal [[reading]]); ([[χρόνος]]); from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for אֵחַר; to [[linger]], [[delay]], [[tarry]]: ἐν [[with]] a dative of the [[place]], L T Tr WH [[omit]] the infinitive); Luke 12:45.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[χρόνος]]<br /><b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[αργοπορώ]] αδικαιολόγητα, [[χασομερώ]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[γίνομαι]] [[χρόνιος]]<br /><b>3.</b> [[διαρκώ]] πολύ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπαταλώ]] τον χρόνο μου, [[χάνω]] τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαρκώ]] πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς πολιορκίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κατηγ. μτχ.) [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[παλαιός]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>χρονίζομαι</i><br />α) επιμηκύνομαι, παρατείνομαι («χρονιζομένην δ' εὔνοιαν καὶ εἰς συνήθειαν ἀφικνουμένην γίνεσθαι φιλίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[γερνώ]]<br />γ) [[γίνομαι]] [[πρόσκαιρος]], [[προσωρινός]].
}}
}}

Revision as of 06:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρονίζω Medium diacritics: χρονίζω Low diacritics: χρονίζω Capitals: ΧΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: chronízō Transliteration B: chronizō Transliteration C: chronizo Beta Code: xroni/zw

English (LSJ)

(χρόνος):    I intr., spend time, περὶ Αἴγυπτον Hdt.3.61.    2 last, continue, τὸ μὲν καλῶς ἔχον ὅπως χρονίζον εὖ μενεῖ βουλευτέον A.Ag.847; ἐν τῇ ὑστέρᾳ Arist.HA523a23; χρονίζωσι ib. 537a7; οὐ χ. τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί Epicur.Sent.4, cf. Diog. Oen.58.    3 χ. δρῶν persevere in doing, Pl.Phdr.255b.    4 take time, tarry, linger, A.Ag.1356, Ch.64 (lyr.), Th.6.49, 8.16; κεχρονικότες, opp. ὑπόγυιοι τῇ ὀργῇ ὄντες, Arist.Rh.1380b5; κεχρονικὼς ἐν Ῥώμῃ Plb.33.16.6; χρονίσαι κατὰ τὸ βαλανεῖον Gal.6.417; ἡ ναῦς καὶ τὸν χρόνον τοῦτον ὃν ἐπιστέλλω σοι χρονίζει Hp.Ep.14: c. inf., delay to do, χ. καταβῆναι LXXEx.32.1 (also χ. τοῦ ποιῆσαί τι ib. Ge.34.19), Ev.Luc.12.45.    5 of ailments, to be or become chronic, Hp.Aph.3.28.    6 of wine, to be or become old, to have age, Ath. 1.33a.    II Pass., to be prolonged or delayed, τῶνδε πίστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται A.Th.54, cf. Ch.957(lyr.); πολέμου χρονισθέντος And.3.27; [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην . . φιλίαν γενέσθαι Arist.EN 1167a11; χ. ἐν τῷ σώματι continue, Id.Pr.907b22; τὰ κεχρονισμένα νοσήματα Gal.18(2).31.    2 grow up, χρονισθεὶς δ' ἀπέδειξεν ἔθος A.Ag.727 (lyr.).    3 to be located in time, made temporal, Simp. in Ph.716.11, Dam.Pr.405.

German (Pape)

[Seite 1377] 1) intrans., die Zeit zubringen, lange bleiben od. dauern, verweilen, zögern; Aesch. Ag. 821. 1329; περὶ Αἴγυπτον Her. 3, 61; χρονίζει τοῦτο δρῶν, er hält dabei aus, Plat. Phaedr. 255 b; Thuc. 8, 16 u. öfter; κεχρονικὼς ἐν Ῥώμῃ Pol. 33, 16, 6; insbes. altern, alt werden, auch pass., χρονισθεὶς δ' ἀπέδειξεν ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων Aesch. Ag. 709. – 2) trans., in die Länge ziehen, verzögern, hinhalten; dah. pass., Aesch. Spt. 54 τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται, vgl. Ch. 951; χρονίζεται ὁ πόλεμος, der Krieg wird in die Länge gezogen od. zieht sich in die Länge, Andoc. 3, 27; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρονίζω: μελλ. -ίσω, ἀττ, -ιῶ· (χρόνος)· Ι. ἀμετάβ., δαπανῶ χρόνον, διατρίβω, περὶ Αἴγυπτον Ἡρόδ. 3. 61. 2) διαρκῶ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, χρονίζον μένειν, διαμένει ἐπὶ μακρὸν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 847· ἐν τῇ ὑστέρᾳ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 22, 3· ἄν χρονίζωσι αὐτόθι 4. 10, 4. 3) χρονίζω δρῶν, ἐξακολουθῶ ἐπὶ πολὺ νὰ πράττω τι, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 255Β. 4) χρονοτριβῶ, βραδύνω, ἀργοπορῶ, κοινῶς «χρονιάζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356, Χο. 64, Θουκ. 9. 49,. 8. 16· κεχρονικότες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπόγυιοι ἐν τῇ ὀργῇ ὄντες, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 12· κεχρονικὼς ἐν Ρώμῃ Πολύβ. 33. 16, 6 μετ’ ἀπαρ., βραδύνω νὰ πράξω τι, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄ 48. 5) ἐπὶ νοσημάτων, γίνομαι χρόνιος, Ἱππ. Ἀφορ. 1248. 6) ἐπὶ οἴνου, παλαιοῦμαι, γίνομαι παλαιὸς, Ἀθήν. 33Α. ΙΙ. Παθ. , ἐπιμηκύνομαι, παρατείνομαι, τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνω χρονίζεται, Αἰσχύλ. Θήβ. 54, πρβλ. Χο. 957· χρονισθέντος πολέμου Ἀνδοκ. 27. 1· [τὴν εὔνοιαν] χρονιζομένην .. φιλίαν γενέσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 5, 3· χρ. ἐν τῷ σώματι, διαμένω, ἐξακολουθῶ, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 13. 1, κλπ. 2) αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», ἡλικιοῦμαι, χρονισθεὶς δ’ ἀπέδειξεν ἔθος Αἰσχύλ. Ἀγ. 727.

French (Bailly abrégé)

f. χρονίσω, att. χρονιῶ, ao. ἐχρόνισα, pf. κεχρόνικα;
Pass. ao. ἐχρονίσθην;
I. intr.
1 passer le temps;
2 durer longtemps, rester longtemps;
3 tarder, être lent, temporiser, remettre, différer;
II. tr. prolonger longtemps, d’où
1 tirer en longueur ; Pass. être traîné en longueur;
2 Pass. prendre de l’âge, vieillir.
Étymologie: χρόνιος.

English (Strong)

from χρόνος; to take time, i.e. linger: delay, tarry.

English (Thayer)

future χρονίσω (T Tr text WH), Attic χρονιω (ibid. R G L Tr marginal reading); (χρόνος); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for אֵחַר; to linger, delay, tarry: ἐν with a dative of the place, L T Tr WH omit the infinitive); Luke 12:45.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χρόνος
(αμτβ.)
1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ
2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος
3. διαρκώ πολύ
αρχ.
1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.)
2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς πολιορκίας», Διόδ.)
3. (με κατηγ. μτχ.) εξακολουθώ να κάνω κάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα
4. (για κρασί) είμαι ή γίνομαι παλαιός
5. παθ. χρονίζομαι
α) επιμηκύνομαι, παρατείνομαι («χρονιζομένην δ' εὔνοιαν καὶ εἰς συνήθειαν ἀφικνουμένην γίνεσθαι φιλίαν», Αριστοτ.)
β) (για πρόσ.) γερνώ
γ) γίνομαι πρόσκαιρος, προσωρινός.