ενθέτω

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

και εντίθημι (AM ἐντίθημι)
τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω
αρχ.
1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῦν δ' ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.)
2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα
3. τοποθετώ ανάμεσα, παρεμβάλλω
4. (και μέσ.) βάζω επάνω, τοποθετώ
5. επιθέτω
6. τοποθετώ κάτι σε αρχείο
7. καταθέτω, διατυπώνω, εκθέτω
8. ενοφθαλμίζω, μπολιάζω
9. ιατρ. (για καυτηρίαση) προκαλώ
10. μέσ. τρώγω («ἐνθοῡ» — φάγε, Αριστοφ.).