θαύμα
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
Greek Monolingual
και θάμα, το (AM θαῡμα, Α ιων. τ. θῶμα)
1. καθετί που γίνεται παρά τους φυσικούς νόμους («τα θαύματα της Παναγίας της Τήνου»)
2. καθετί που κινεί τον θαυμασμό, πράγμα εκπληκτικό, αξιοθέατο (α. «τα επτά θαύματα του κόσμου» — τεχνικά έργα καταπληκτικά σε όγκο ή σε τελειότητα εκτέλεσης
β. «θαύμα βροτοῖσι», Ομ. Οδ.)
3. πολύ επιτυχημένο τέχνασμα (α. «κάνει θαύματα στην απόκρουση επιχειρημάτων» β. «τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θαῦμα», Πλάτ.)
νεοελλ.
εξαιρετική επιτυχία σε επιστήμη, τέχνη, επάγγελμα, ασχολία («ο γιατρός αυτός κάνει θαύματα»)
μσν.-αρχ.
θαυμασμός, έκπληξη, κατάπληξη («θαυμάτων ἐπάξια», Ευρ.)
αρχ.
1. εκπληκτική δεξιοτεχνία («θαῦμα μὲν ἕκαστον ἡμῶν ἡγησώμεθα τῶν ζῷων θεῖον», Πλάτ.)
2. θέατρο στο οποίο γίνονται διάφορα τεχνάσματα θαυματοποιών ή ακροβασίες ή δαμασμός θηρίων («θεωροῦν
τες ἐν τοῖς θαύμασι τοὺς μὲν λέοντας πραότερον διακειμένους πρὸς τοὺς θεραπεύοντας», Ισοκρ.)
3. εξαιρετική ικανότητα για εφευρέσεις
4. φρ. α) «θῶμα ποιεῖσθαί τι» — το να θεωρεί κανείς κάτι άξιο θαυμασμού (Ηρόδ.)
θ) «θαύματος ἄξιος» — άξιος θαυμασμού (Ευρ.)
γ) «ἐν θώματί εἰμι» — είμαι κατάπληκτος (Ηρόδ.)
δ) θαῡμα ποιεῖσθαι περί τίνος» — να θαυμάζει κανείς για κάτι
ε) «ἐν θαύματι ποιοῦμαι» — θαυμάζω (Πλούτ.)
στ) «θαῦμ' (ἐστι) ὅτι» — είναι παράδοξο, θαυμαστό
ζ) «θαῦμα ἰδεῖν» ἡ «θαῦμα ἰδέσθαι» — θαυμάσιο πράγμα να το δει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαύμα < ΙE dhәu-mn (< ΙΕ ρίζα dhāu- «βλέπω, κοιτάζω») θεωρείται παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρ. με σημ. «θεωρώ, παρατηρώ, κοιτάζω», το οποίο συνδεόταν ετυμολογικά και σημασιολογικά με τα θεα (< θāFā), θεώμαι. Πρόβλημα παρουσιάζει ο παράλληλος ιων. τ. θώμα (και θωύμα) < ΙE dhō(u)-mn, που απαντά στον Ηρόδοτο. Υπετέθη ότι ο αρχικός τ. ήταν θωύμα, ο οποίος όμως είχε πλασθεί αναλογικά αντί του τ. θαύμα (κατά το εωυτῴ - εαυτῴ). Η υπόθεση όμως αυτή αίρεται από την ύπαρξη τών ανθρωπωνυμίων Θέμων και Θωμάντας.
ΠΑΡ. θαυμάζω
αρχ.
θαυμαίνω, θαυμαλέος, θαύματος.
ΣΥΝΘ. θαυματοποιός, θαυματουργός
αρχ.
θαυματολογία
μσν.
θαυματόβρυτος
νεοελλ.
θαυματολόγος].