μακροχρόνιος

From LSJ
Revision as of 06:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροχρόνιος Medium diacritics: μακροχρόνιος Low diacritics: μακροχρόνιος Capitals: ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: makrochrónios Transliteration B: makrochronios Transliteration C: makrochronios Beta Code: makroxro/nios

English (LSJ)

ον,

   A lasting a long time, lingering, Hp.Epid.3.7; πυρετός Gal.17(2).739 (Sup.); τὸ μ. long duration, Agatharch.83.    2 dwelling a long time, LXX Ex.20.12, al.    3 long-lived, Ep.Eph.6.3; βοῦς Porph. VP24 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροχρόνιος: -ον, διαρκῶν ἐπὶ μακρὸν χρόνον, ἢ ζῶν ἐπὶ μακρόν, παραμένων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085· τὸ μακροχρόνιον = ἡ μακροχρονιότης, τοῦ λιμοῦ τὸ μακροχρόνιον, ἡ ἐπὶ πολὺν χρόνον διάρκεια αὐτοῦ, Ἀγαθαρχίδ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 56.

English (Strong)

from μακρός and χρόνος; long-timed, i.e. long-lived: live long.

English (Thayer)

μακροχρονιον (μακρός and χρόνος), literally, 'long-timed' (Latin longaevus), long-lived: Deuteronomy 5:16; very rare in secular authors.)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM μακροχρόνιος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί, που παραμένει επί πολύ χρόνο (α. «μακροχρόνια ασθένεια» β. «ὀφθαλμίαι ὑγραὶ μακροχρόνιοι μετὰ πόνων», Ιπποκρ.)
2. αυτός που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος, μακρόβιος («τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που αποκτάται ή αποκτήθηκε με την παρέλευση πολλών ετών («μακροχρόνια πείρα»)
2. αυτός που γίνεται επί πολύ χρονικό διάστημα, επί πολλά χρόνια («μακροχρόνιες έρευνες»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. μακροχρόνιον, τὸ
η μακροχρονιότητα, η μεγάλη διάρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -χρόνιος (< χρόνος)].

Russian (Dvoretsky)

μακροχρόνιος: долговечный (ἐπὶ τῆς γῆς NT).