ἀντανίστημι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A set up against or in rivalry, λόγον Plu.2.40e; τρόπαιον D.C.42.48; τίτινι Plu.2.348d. II Pass., with aor. 2 Act., rise up against, τινὶ ἐς χεῖρας S Tr.441, cf. Plu.Sull.7; rise one against another, Id.2.723b.
German (Pape)
[Seite 244] (s. ἵστημι), dagegen aufstellen, Plut. de aud. 5; – med. u. intrans. tempp., dagegen aufstehen, Widerstand leisten, Soph. Tr. 441; Plut. öfter, z. B. Alex. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανίστημι: παρουσιάζω τι ὡς ἐφάμιλλον πρὸς ἄλλο ἢ καὶ ὑπέρτερον αὐτοῦ, «τὸ μὲν γὰρ ἀντειπεῖν οὐ χαλεπόν, ἀλλὰ καὶ πάνυ ῥᾴδιον εἰρημένῳ λόγῳ˙ τὸ δὲ ἕτερον ἀνταναστῆσαι βελτίονα παντάπασιν ἐργῶδες» Πλούτ. 40Ε, «ἄξιον τῷ στρατηγίῳ τὸ θέατρον ἀνταναστῆσαι» 348D˙ ἀνεγείρω καὶ ἐγώ, «τρόπαιον ἀντανέστησε» Δίων Κ. 42. 48. ΙΙ. Παθ. μ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἔρωτι μέν νυν ὅστις ἀντανίσταται Σοφ. Τρ. 441, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 7˙ ἐγείρεσθαι κατ’ ἀλλήλων, ὁ αὐτός 2. 723Β.
French (Bailly abrégé)
I. tr. lever en retour ou lever contre;
II. intr. (ao.2 et Moy.);
1 résister à, τινι;
2 lutter l’un contre l’autre.
Étymologie: ἀντί, ἀνίστημι.
Spanish (DGE)
I intr.
1 c. dat. de pers. oponerse a, levantarse contra ἔρωτι μὲν γοῦν ὅστις ἀντανίσταται πύκτης ὅπως ἐς χεῖρας οὐ καλῶς φρονεῖ S.Tr.441, ἀντανίστατο δ' αὐτῷ Μάριος ὑπὸ δοξομανίας καὶ φιλοτιμίας Plu.Sull.7
•levantarse uno contra otro Plu.2.723b.
2 surgir en lugar de otro καὶ ἄλλοι ἀντανέστησαν ἀντ' αὐτῶν LXX Ba.3.19.
II tr. poner, elevar a su vez τρόπαιον D.C.42.48.2
•fig. elevar a igual altura τῷ στρατηγίῳ τὸ θέατρον ἀνταναστῆσαι Plu.2.348d, μεγάλα ὕψη ἀντανέστησαν Polyaen.3.10.15
•τὸ δ' ἕτερον (λόγον) ἀνταναστῆσαι el hacer otro discurso en respuesta Plu.2.40e.
Greek Monolingual
ἀντανίστημι (Α)
1. παρουσιάζω κάτι ως εφάμιλλο με κάτι άλλο ή ανώτερο από αυτό
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντανίστημι: μέλ. -στήσω,
I. αντιστέκομαι απέναντι σε, τί τινι, σε Πλούτ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου, τινι, σε Σοφ.