ἄπταιστος
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ον,
A not stumbling, ἀπταιστστερον παρέχειν τὸν ἵππον make a horse less aptto stumble, X.Eq.1.6: metaph., ἄ ἐν τῷ βίῳ Epict. Gnom.52; δώμασιν ἀ. Limen.43, cf.M.Ant.5.9; βίος Luc.Am.46; infallible, Plot.5.3.17, Alex.Aphr.in Metaph.713.12; ἀλήθεια Iamb.Myst. 3.31; θεοὶ διδασκάλων-ότατοι Max.Tyr.38.1. Adv. -τως Pl.Tht.144b; inevitably, Gal.14.230: Comp.-ότερον with greater precision, Ptol.Tetr. 177:—also ἀπρο-τί, Hdn.Epim.256. 2 intact, Plu.2.691d. II not causing to stumble, giving a good footing, λεία καὶ ἄ. ὁδός Max. Tyr.5.2.
German (Pape)
[Seite 340] nicht anstoßend, nicht stolpernd, ἀπταιστότερον παρέχειν τὸν ἵππον, machen, daß das Pferd weniger stolpert, Xen. Equ. 1, 6; übh. ohne Frevel, Eust.; ohne Anstoß, sicher, καὶ ἀμετακίνητος Nicom. arithm. 1. – Adv., ἀπταίστως καὶ λείως ἔρχεσθαι Plat. Theaet. 144 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne fait pas de faux pas ; fig. qui ne fait pas de fautes, infaillible;
2 où l’on ne fait pas de faux pas.
Étymologie: ἀ, πταίω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se cae ἵππος X.Eq.1.6
•fig. que no se equivoca, seguro, infalible de pers. ναέται Δελφῶν Limen.43, αὐτὸς ἐν τῷ βίῳ ἄ. Epict.Gnom.52, θεοὶ διδασκάλων ἀπταιστότατοι Max.Tyr.38.1, de Dios, lit. crist. en PMich.inv.6427a.1.4 en ZPE 14.1974.194, de la hormiga ἄ. εἰς αὐτὸν (τόπον) παραγίνεται Horap.1.52, de abstr. βίος Luc.Am.46, ζῳή Plot.5.3.17, νοεῖν μὲν γάρ ἐστιν κατάληψις ἄ. τοῦ νοητοῦ Alex.Aphr.in Metaph.713.12, ἐπίγνωσις Theol.Ar.17, ἀλήθεια Iambl.Myst.3.31, τὸ ἔργον D.H.Dem.52, cf. Call.Fr.17.4
•subst. τὸ ... ἀπταιστότερον τοῖς ἀξιώμασι παρακολουθεῖ Ptol.Tetr.4.3.6.
2 fig. indemne, intacto, conservado ὁ τῶν πάντων δυνάστης ἀπταίστους αὐτοὺς ἐρρύσατο ὀμοθυμαδόν LXX 3Ma.6.39, de la nieve, Plu.2.691d.
II que no hace caer ὁδὸς ἄ. camino sin tropiezos Max.Tyr.34.2.
III adv. -ως con seguridad, sin fallo ὁ δὲ ... ἀ. ... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις Pl.Tht.144b, ἀ. τυγχάνειν τοῦ τέλους Gal.14.230, εἶπον αὐτὰ ἀ. D.C.75.4.6, τὸ δ' ἐμπείρως ἐστὶν ... ἀ. Arr.Epict.2.13.21, αὐτοὺς ἀ. προπέμπειν Clem.Al.Strom.1.24.163, cf. Hsch.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of πταίω; not stumbling, i.e. (figuratively) without sin: from falling.
English (Thayer)
ἀπτιαστον (πταίω, which see), not stumbling, standing firm, exempt from falling (properly, of a horse, Xenophon, de re eq. 1,6); metaphorically: Winer s Grammar, 97 (92); Buttmann, 42 (37).)
Greek Monolingual
κ. άφταιστος, -η, -ο (AM ἄπταιστος, -ον) πταίω
1. αλάνθαστος, άψογος
2. αθώος
νεοελλ.
1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα
2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός
αρχ.
1. αυτός που δεν σκοντάφτει
2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος
3. (για δρόμο) αυτός που δεν προκαλεί ολίσθημα.
Greek Monotonic
ἄπταιστος: -ον (πταίω), αυτός που δεν σκοντάφτει σε εμπόδια· ἀπταιστότερος, ο λιγότερο ευεπίφορος ή επιρρεπής στο να σκοντάφτει, σε Ξεν.