ἀσυνείδητος
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ον, (σύνοιδα)
A not privy to a thing, ψυχαὶ ἀ. κακῶν Onos.4.2. Adv. -τως, τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, cf. POxy.123.16 (iii/iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνείδητος: -ον, (συνεῖδον) ὁ μὴ ἔχων γνώσιν πράγματός τινος: - Ἐπίρρ., ἀσυνειδήτως, ἀσυνειδήτως τοῖς ἄλλοις, Λατ. clam ceteris, Πλούτ. 2. 214Ε. ΙΙ. ἀσύνετος, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ π. Ρωμ. Ἐπιστ. Ὁμιλ. 23, τ. 3. σ. 191: - Ἐπίρρ. = ἀσυνέτως, ἀπερισκέπτως, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 258Α, ὁ τύπος: ἀσυνειδότως, ἄνευ συνειδήσεως, «ἀσυνείδητα» παρ’ Ἰω. Χρυστ. ἐν Ὁμ. 5. τ. 2. σ. 581 εἶναι ἀδόκιμος, ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. Κόντου σ. 255.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de conciencia c. gen. ψυχαὶ ἀσυνείδητοι κακῶν Onas.4.2
•neutr. subst. τὸ ἀ. falta de reconocimiento, obstinación τὸ ἀ. ... αὐτῶν δείκνυται καὶ τὸ σφόδρα ἀνόητον Chrys.M.61.98.
2 abs. desalmado de Judas Iscariote ἀ. ... ἐφάνης Rom.Mel.17.ιεʹ.7, λαίμαργε ἀσυνείδητε, φυλάργυρε Rom.Mel.17.ιεʹ.3, ἀφίλου καὶ ἀσυνειδήτου δόξα Chrys.M.62.602.
3 ingrato ἀ. ... πρὸς τὸν εὐεργέτην Basil.M.31.1289B.
II adv. -ως sin conciencia ἀ. τοῖς ἄλλοις Plu.2.214e, μὴ ... θελήσουσιν ἀ. ἡμᾶς φέριν (sic) πρὸς ἀλλήλους POxy.123.16 (III/IV d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνείδητος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον)
η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες, πωρωμένος
2. (για πράξεις) ανήθικος, άδικος, κακοήθης
3. (για ψυχικά φαινόμενα) ο μη συνειδητός, αυτός που βρίσκεται στην περιοχή του ασυνείδητου
4. φυσιολ. «ασυνείδητα οργανικά φαινόμενα» — κινήσεις και εκκρίσεις του πεπτικού συστήματος, αναπνοή, νεφρικές εκκρίσεις κ.λπ., φαινόμενα που ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. ασυνείδητο, το
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν έχει συνείδηση ή επίγνωση για κάτι
2. αχάριστος, αγνώμων
3. το ουδ. ως ουσ. η αναισθησία, η σκληρότητα.