εκφορά

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

η (AM ἐκφορά)
1. μεταφορά προς τα έξω, απομάκρυνση
2. (για νεκρό) κηδεία, ξόδι
3. γραμμ. ο τρόπος συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως
(μσν.αρχ.) η έξοδος του κύματος στην παραλία
αρχ.
1. (για το κρέας τών θυσιών) αποκόμιση, το να παίρνει ένας κρέας από θυσίες
2. διάδοση, κοινολόγηση («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ», Διογ. Λ.)
3. (για άλογο) φυγή
4. η προς τα έξω φορά, εκπνοή
5. προεξοχή οικοδομήματος
6. (για ιδέες) διατύπωση, έκφραση
7. παρέκβαση, παρέκκλιση από το πρέπον
8. παράγωγη λέξη.